Detoxifier είναι ουσιαστικό.
/diːˈtɒksɪˌfaɪər/
Ο όρος detoxifier αναφέρεται σε ένα υποκείμενο ή παράγοντα που βοηθά στη διαδικασία αποτοξίνωσης, δηλαδή στην απομάκρυνση τοξινών από το σώμα ή από άλλες ουσίες. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον παρόντα λόγο και στη διατροφή, και μπορεί να εμφανίζεται τόσο σε γραπτές αναφορές όσο και σε προφορικές συζητήσεις.
Juice cleanses are popular detoxifiers for many people.
Οι χυμοί αποτοξίνωσης είναι δημοφιλείς αποτοξινωτές για πολλούς ανθρώπους.
There are various herbal detoxifiers that can support liver health.
Υπάρχουν διάφοροι φυτικοί αποτοξινωτές που μπορούν να υποστηρίξουν την υγεία του ήπατος.
Some people believe that detoxifiers can help improve their overall well-being.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι οι αποτοξινωτές μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της συνολικής ευημερίας τους.
Η λέξη detoxifier χρησιμοποιείται πιο σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις που μπορεί να σας ενδιαφέρουν:
"That smoothie is a natural detoxifier."
Αυτό το smoothie είναι ένας φυσικός αποτοξινωτής.
"He swears by detoxifiers to cleanse his system."
Αυτός ορκίζεται στους αποτοξινωτές για να καθαρίσει το σύστημά του.
"Incorporating detoxifiers into your diet can enhance your health."
Η ενσωμάτωσή αποτοξινωτών στη διατροφή σας μπορεί να βελτιώσει την υγεία σας.
"Detoxifiers are often recommended after a weekend of indulgence."
Οι αποτοξινωτές συχνά συνιστώνται μετά από ένα σαββατοκύριακο υπερβολής.
"The wellness retreat offered various detoxifier therapies."
Το ιαματικό κέντρο προσέφερε διάφορες θεραπείες αποτοξίνωσης.
Η λέξη detoxifier προέρχεται από το πρόθεμα de- (το οποίο υποδηλώνει απομάκρυνση) και τη λέξη toxic (τοξικός), συν την κατάληξη -ifier, η οποία σημαίνει "αυτός που προκαλεί". Έτσι, κανείς θα το ερμηνεύσει ως "αυτός που απομακρύνει τις τοξίνες".
Συνώνυμα: - Purifier (καθαριστής) - Cleansing agent (καθαριστικός παράγοντας)
Αντώνυμα: - Toxic substance (τοξική ουσία) - Contaminant (ρυπογόνος παράγοντας)