Detractive είναι επίθετο.
/ˈdɛtræktɪv/
Η λέξη "detractive" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μειώνει ή απομακρύνει την αξία, την ποιότητα ή την εικόνα κάποιου πράγματος ή ιδέας. Συνήθως εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
The detractive comments about the painting did not discourage the artist.
Οι αποσπαστικές παρατηρήσεις για τον πίνακα δεν αποθάρρυναν τον καλλιτέχνη.
Her detractive attitude towards team efforts led to conflicts.
Η μειωτική στάση της απέναντι στις ομαδικές προσπάθειες οδήγησε σε συγκρούσεις.
He found the detractive remarks about his work to be unfounded.
Βρήκε τις μειωτικές παρατηρήσεις για τη δουλειά του ως αβάσιμες.
Η λέξη "detractive" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες φράσεις που αναφέρονται στην απομείωση της αξίας ή της ποιότητας.
Don't let detractive opinions affect your self-esteem.
Μην αφήνεις τις αποσπαστικές γνώμες να επηρεάσουν την αυτοεκτίμησή σου.
Criticism can be detractive if it lacks constructive elements.
Η κριτική μπορεί να είναι μειωτική αν στερείται εποικοδομητικών στοιχείων.
Her detractive remarks took away from the positive atmosphere of the event.
Οι μειωτικές παρατηρήσεις της αφαίρεσαν από την θετική ατμόσφαιρα της εκδήλωσης.
The film's detractive scenes took away from its overall impact.
Οι μειωτικές σκηνές της ταινίας αφαίρεσαν από την συνολική της επίδραση.
Avoid detractive distractions during your presentation.
Απέφυγε τις αποσπατικές διαταραχές κατά την παρουσίασή σου.
Το "detractive" προέρχεται από τη λέξη "detract", η οποία προσδιορίζει την πράξη της απομάκρυνσης την αξίας ή της σημασίας κάτι. Η ρίζα της λέξης είναι το Λατινικό "detractus", που σημαίνει "αφαιρεμένος, αποσπασμένος", σε συνδυασμό με το επίθημα "-ive" που δηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - αποσπαστικός - μειωτικός - βλαπτικός
Αντώνυμα: - ενισχυτικός - αυξητικός - επαινετικός