Detrital sediments είναι μια φράση και αναφέρεται σε ουσιαστικό (noun).
/dɪˈtraɪtəl ˈsɛdɪmənts/
Detrital sediments αναφέρονται στους βράχους ή τα δεδομένα που έχουν αναπτυχθεί από την αποσύνθεση μεγαλύτερων βράχων και οργανισμών. Αυτά τα αποθέματα αποτελούνται κυρίως από μικρά κομμάτια υλικών που έχουν μεταφερθεί από τη μητρική τους θέση μέσω φυσικών διαδικασιών, όπως ο αέρας, το νερό ή οι παγετώνες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στη γεωλογία και τη γεωχημεία.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση "detrital sediments" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό και επιστημονικό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.
Τα στοιβάσματα αποσυνθέσεως μπορούν να δώσουν πολύτιμες πληροφορίες για τα παρελθόντα περιβάλλοντα.
The study of detrital sediments helps geologists understand sedimentary processes.
Η μελέτη των στοιβαμάτων αποσυνθέσεως βοηθά τους γεωλόγους να κατανοήσουν τις ιζηματογενείς διαδικασίες.
Different types of detrital sediments can indicate varying depositional environments.
Η φράση "detrital sediments" δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με έννοιες γύρω από τη γεωλογία και τις διαδικασίες ιζηματογένεσης.
Η έρευνα για τα στοιχεία αποσυνθέσεως είναι κρίσιμη για την κατανόηση της ιστορίας της Γης.
Geologists often focus on the composition of detrital sediments to reconstruct paleoenvironments.
Οι γεωλόγοι συχνά εστιάζουν στη σύνθεση των στοιβαμάτων αποσυνθέσεως για να ανακατασκευάσουν τα παλαιοπεριβάλλοντα.
Analyzing detrital sediments can shed light on erosion processes in a region.
Η λέξη "detrital" προέρχεται από το λατινικό "detritus," που σημαίνει "απορριπτόμενος" ή "αποσπασμένος," και η λέξη "sediments" προέρχεται από το λατινικό "sedimentum," που σημαίνει "στάθμιση" ή "καθίζηση."
Συνώνυμα: - Fragmented sediments (Σπασμένα ιζήματα) - Clastic deposits (Κλαστικά αποθέματα)
Αντώνυμα: - Chemical sediments (Χημικά ιζήματα) - Biogenic sediments (Βιογενή ιζήματα)