Το "detrude" είναι ρήμα.
/dɪˈtruːd/
Η λέξη "detrude" σημαίνει την πράξη της απομάκρυνσης ή της εκδίωξης κάποιου ή κάτι, συνήθως με τη χρήση βίας ή πίεσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, όπως η γεωλογία ή η μηχανική αναφορά σε υλικά ή καταστάσεις που εκδιώκονται.
Η χρήση της λέξης "detrude" είναι σχετικά σπάνια και συναντάται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο. Δεν είναι μέρος της καθημερινής ομιλίας.
Ο μηχανικός χρειάστηκε να απομακρύνει το περισσευούμενο υλικό από το καλούπι.
To ensure proper fit, the stone was detruded carefully.
Η λέξη "detrude" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με λέξεις ή φράσεις που σχετίζονται με την εκδίωξη ή την απομάκρυνση:
"Να εκδιώξεις τις αμφιβολίες σου."
"Detrude the competition"
"Απόρριψε τον ανταγωνισμό."
"Detruded from the discussion"
Η λέξη "detrude" προέρχεται από τη λατινική λέξη "detrudere", όπου "de-" σημαίνει "μακριά" και "trudere" σημαίνει "σπρώχνω" ή "ώθηση".
Συνώνυμα:
- remove
- displace
Αντώνυμα:
- include
- retain