deutero- είναι ένα πρόθεμα.
/ˈdjuːtəroʊ/
Το πρόθεμα deutero- προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "δεύτερος", το οποίο σημαίνει "δεύτερος". Χρησιμοποιείται στη σύνθεση λέξεων για να υποδείξει κάτι που είναι δεύτερο ή δευτερεύον σε σειρά ή σημασία. Είναι συνηθισμένο στο επιστημονικό και τεχνικό λεξιλόγιο, όπως στη βιολογία και τη χημεία, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο.
The deutero- form of a compound can show different properties.
(Η δευτερογενής μορφή ενός χημικού μπορεί να δείξει διαφορετικά χαρακτηριστικά.)
In the study of genetics, the deutero- stage is crucial for development.
(Στη μελέτη της γενετικής, η δευτερεύουσα φάση είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη.)
Στο αγγλικό λεξιλόγιο δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να χρησιμοποιούν το deutero-, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα για να αναδείξει μια δεύτερη φάση ή μορφή.
The deutero- analysis revealed unexpected results.
(Η δευτερεύουσα ανάλυση αποκάλυψε απροσδόκητα αποτελέσματα.)
Researchers often categorize species into deutero- and primary groups.
(Οι ερευνητές συχνά κατηγοριοποιούν τα είδη σε δευτερεύουσες και κύριες ομάδες.)
The deutero- phase of the project is underway, focusing on refinement.
(Η δευτερεύουσα φάση του έργου βρίσκεται σε εξέλιξη, επικεντρωμένη στην τελειοποίηση.)
Το πρόθεμα deutero- προέρχεται από το ελληνικό "δεύτερος" (deuteros), που σημαίνει "δεύτερος". Η χρήση του στην επιστήμη χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα: - δεύτερος - δευτερεύων
Αντώνυμα: - πρώτος - κύριος