Η λέξη "devastate" στα Αγγλικά σημαίνει να καταστρέφει κάτι σε μεγάλο βαθμό, συνήθως αναφερόμενη σε φυσικές καταστροφές ή σοβαρές επιπτώσεις σε ανθρώπους ή περιβάλλον. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα και εμφανίζεται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά η χρήση του είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα, ειδικά σε αναφορές που σχετίζονται με καταστροφές ή σοβαρές καταστάσεις.
Ο τυφώνας κατέστρεψε ολοκληρωτικά την παραλιακή πόλη.
That news devastated her emotionally.
Η λέξη "devastate" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που προσδιορίζουν την ένταση της καταστροφής ή τον αντίκτυπο που έχει κάτι. Ακολουθούν ορισμένες εκφράσεις:
Ένας στρατιώτης αντιμετώπισε μια καταστροφική απώλεια όταν επέστρεψε στο σπίτι.
Devastating effects: The devastating effects of the earthquake are still being assessed.
Οι καταστροφικές επιπτώσεις του σεισμού αξιολογούνται ακόμη.
Devastated by grief: She was devastated by grief after the passing of her father.
Ήταν κατεστραμμένη από τη θλίψη μετά τον θάνατο του πατέρα της.
Devastate the competition: The new product is expected to devastate the competition in the market.
Το νέο προϊόν αναμένεται να συντρίψει τον ανταγωνισμό στην αγορά.
Devastating consequences: Ignoring the warning signs can lead to devastating consequences.
Η λέξη "devastate" προέρχεται από το Λατινικό "devastare", που σημαίνει «να καταστρέφεις» ή «να λεηλατείς». Αποτελείται από το "de-" που δηλώνει αντίκτυπο και "vastare", που σημαίνει «να κενώνεις» ή «να μετατρέπεις σε ερείπια».