Adjective
/dˈɛvəl rɪdən/
Η λέξη "devil-ridden" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που κυριεύεται από κακά πνεύματα, δαιμόνια ή κακές επιρροές. Στη γλώσσα των Αγγλικών, υποδηλώνει ότι υπάρχει μια διαρκής ή έντονη επίδραση κακών στοιχείων στη ζωή ή την ψυχή κάποιου. Η χρήση της στην καθημερινή γλώσσα είναι σχετικά σπάνια και συναντάται κυρίως σε λογοτεχνικά ή θρησκευτικά κείμενα.
Το χωριό φαινόταν να είναι δαιμονισμένο, με παράξενες συγκυρίες να συμβαίνουν κάθε βράδυ.
After the scandal, his reputation became devil-ridden, and he found it hard to regain trust.
Μετά το σκάνδαλο, η φήμη του έγινε δαιμονισμένη και δυσκολεύτηκε να επανακερδίσει την εμπιστοσύνη.
She felt devil-ridden by her past mistakes, constantly haunted by guilt.
Η λέξη "devil" είναι συχνά παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες από αυτές:
Σημαίνει ότι μικρές λεπτομέρειες μπορεί να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα.
"Better the devil you know than the devil you don't."
Υπονοεί ότι είναι καλύτερο να μένεις γνωστός με κάποιον ή κάτι, παρά να ρισκάρεις με κάτι νέο που μπορεί να είναι χειρότερο.
"Speak of the devil."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εμφανίζεται ακριβώς όταν τον αναφέρουμε.
"The devil makes work for idle hands."
Υποδηλώνει ότι η απραξία μπορεί να οδηγήσει σε κακές αποφάσεις ή ενέργειες.
"Dance with the devil."
Η λέξη "devil" έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατινική λέξη "diabolus", που προέρχεται από την ελληνική "διάβολος" (diabolos), που σημαίνει "αυτός που διαβάλλει". Η έννοια της λέξης "ridden" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "ridan", που σημαίνει "να οδηγώ" ή "να καβαλάω", και υποδηλώνει την ένταση ή τον έλεγχο μιας κατάστασης.