Ρήμα
/dɪˈvɔɪd/
Η λέξη "devoid" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εντελώς ή εξ ολοκλήρου λειψό από κάτι άλλο, ή που δεν διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ποιοτικά στοιχεία. Χρησιμοποιείται συχνά προκειμένου να επισημάνει την απουσία ή την έλλειψη κάποιου στοιχείου.
Η λέξη "devoid" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο και σε πιο επίσημη γλώσσα, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Το δωμάτιο ήταν άδειο από έπιπλα.
She felt devoid of hope after the news.
Ένιωσε χωρίς ελπίδα μετά τα νέα.
The landscape was devoid of life.
Η λέξη "devoid" μπορεί να συμμετάσχει σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε έλλειψη ή απουσία. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις που μπορεί να περιέχουν τη λέξη:
Ήταν χωρίς καμία αίσθηση ευθύνης.
The report was devoid of relevant data.
Η αναφορά ήταν χωρίς σχετικές πληροφορίες.
The movie was devoid of emotion.
Η ταινία ήταν άδεια από συναίσθημα.
The argument was devoid of logic.
Ο επιχείρημα ήταν χωρίς λογική.
She seemed devoid of joy during the party.
Η λέξη "devoid" προέρχεται από τη μεσαιωνική Αγγλική λέξη "devoiden", που σημαίνει "απαλλαγμένος από".
Συνώνυμα: - devoid of - lacking - empty
Αντώνυμα:
- full
- abundant
- rich