Η φράση "devoured by curiosity" περιλαμβάνει ένα ρήμα, "devoured", και ένα ουσιαστικό, "curiosity". Όλη η φράση λειτουργεί ως μια μετοχή που εκφράζει κατάσταση ή συναίσθημα.
/ dɪˈvaʊərd baɪ kjʊəˈrɪsəti /
Η φράση "devoured by curiosity" σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ περίεργος ή έχει έντονη επιθυμία να μάθει κάτι. Υποδηλώνει μια κατάσταση όπου η περιέργεια του ατόμου είναι τόσο ισχυρή, σχεδόν "καταναλώνει" τις σκέψεις του. Αυτή η φράση δεν χρησιμοποιείται με σύστημα, αλλά είναι συχνά κατανοητή στο γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα.
Ήταν καταναλωμένη από περιέργεια για το πάρτι-έκπληξη.
The children were devoured by curiosity as they explored the old mansion.
Τα παιδιά ήταν καταναλωμένα από περιέργεια καθώς εξερευνούσαν την παλιά έπαυλη.
David felt devoured by curiosity when he saw the closed door.
Η φράση "devoured by curiosity" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν έντονη περιέργεια ή επιθυμία για γνώση:
Ήταν καταναλωμένος από περιέργεια, θέλοντας να μάθει κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας.
"After finding the book, she was devoured by curiosity to uncover its secrets."
Μετά την ανακάλυψη του βιβλίου, ήταν καταναλωμένη από περιέργεια να αποκαλύψει τα μυστικά του.
"Being devoured by curiosity, he couldn't resist the temptation to ask questions."
Όντας καταναλωμένος από περιέργεια, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να κάνει ερωτήσεις.
"The audience was devoured by curiosity as the magician prepared for the grand trick."
Το ρήμα "devoured" προέρχεται από το λατινικό "devorare", που σημαίνει "καταναλώνω" ή "καταπίνω", ενώ το "curiosity" προέρχεται από το λατινικό "curiositas", που σημαίνει "επιθυμία να μάθεις".
Συνώνυμα: - Consumed by curiosity - Eager to know
Αντώνυμα: - Indifferent - Apathetic