dewatering classifier: ονομαστική φράση
/dɪˈwɔːtərɪŋ ˈklæˌsɪfaɪər/
Ο όρος dewatering classifier αναφέρεται σε μια μηχανή ή διαδικασία που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση υγρασίας ή νερού από υλικά, συνήθως σε βιομηχανικές εφαρμογές όπως η μεταλλευτική ή η κατασκευή. Αυτές οι συσκευές διαχωρίζουν το νερό από τα στερεά υλικά, και επιτρέπουν την καλύτερη επεξεργασία ή τη μεταφορά των προϊόντων.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά κείμενα και είναι πιο κοινή σε γραπτά συμφραζόμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η φράση είναι εξειδικευμένη και εμφανίζεται συχνότερα σε τεχνικές περιγραφές και μελέτες.
Ο ταξινομητής αφυδάτωσης ήταν απαραίτητος για τη βελτίωση της αποδοτικότητας του εργοστασίου μεταλλευτικής επεξεργασίας.
Our new dewatering classifier can handle larger volumes of slurry effectively.
Ο νέος ταξινομητής αφυδάτωσης μπορεί να διαχειριστεί αποδοτικά μεγαλύτερους όγκους λάσπης.
Proper maintenance of the dewatering classifier ensures consistent performance.
Αν και η φράση "dewatering classifier" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να έχει κάποια σχέσεις με τεχνικές ή βιομηχανικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα που σχετίζονται με αυτή τη διαδικασία:
Στο πλαίσιο της ροής εργασίας μας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το ρόλο του ταξινομητή αφυδάτωσης στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Teams are trained to optimize the dewatering classifier settings for better results.
Οι ομάδες εκπαιδεύονται για να βελτιστοποιήσουν τις ρυθμίσεις του ταξινομητή αφυδάτωσης για καλύτερα αποτελέσματα.
The dewatering classifier is a key player in ensuring we meet environmental regulations.
Η λέξη "dewatering" προέρχεται από το "de-" που σημαίνει "από" και "water" που σημαίνει "νερό". Ο όρος "classifier" προέρχεται από την λέξη "classify", που σημαίνει την κατάταξη ή διαχωρισμό σε κατηγορίες.
Συνώνυμα: - water removal unit (μονάδα απομάκρυνσης νερού) - liquid separator (διαχωριστής υγρών)
Αντώνυμα: - water addition unit (μονάδα προσθήκης νερού) - saturator (κορεσμός)