"Dextran-coated charcoal" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
/dɛkstrən ˈkoʊtɪd ˈʧɑrkoʊl/
Ο "dextran-coated charcoal" αναφέρεται σε ένα σύστημα που χρησιμοποιείται κυρίως στις βιοϊατρικές εφαρμογές, όπου ο άνθρακας έχει επικαλυφθεί με δεξτράνη για να βελτιώσει την πρόσδεση των ουσιών ή των βιολογικών μορίων. Αυτή η ένωση χρησιμοποιείται σε πολλές εφαρμογές, περιλαμβανομένων των δοκιμών για την απομάκρυνση τοξινών ή την απορρόφηση φαρμάκων στο πεπτικό σύστημα.
Η φράση "dextran-coated charcoal" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα. Είναι λιγότερο κοινή στη συνηθισμένη ομιλία και χρησιμοποιείται περισσότερο σε επαγγελματικά ή τεχνικά γραπτά.
"The study involved using dextran-coated charcoal to adsorb toxins."
"Η μελέτη περιλάμβανε τη χρήση ξυλάνθρακα επικαλυμμένου με δεξτράνη για την απορρόφηση τοξινών."
"Dextran-coated charcoal has been proven effective in gastrointestinal decontamination."
"Ο ξυλάνθρακας επικαλυμμένος με δεξτράνη έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός στην απολύμανση του πεπτικού συστήματος."
"Researchers are exploring the benefits of dextran-coated charcoal in drug overdose treatments."
"Οι ερευνητές εξερευνούν τα οφέλη του ξυλάνθρακα επικαλυμμένου με δεξτράνη στη θεραπεία υπερβολικών δόσεων φαρμάκων."
Η φράση "dextran-coated charcoal" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστημονικές και ιατρικές περιγραφές:
"Using dextran-coated charcoal may enhance the elimination of harmful substances."
"Η χρήση ξυλάνθρακα επικαλυμμένου με δεξτράνη μπορεί να ενισχύσει την εξάλειψη επιβλαβών ουσιών."
"In critical cases, dextran-coated charcoal can be lifesaving."
"Σε κρίσιες περιπτώσεις, ο ξυλάνθρακας επικαλυμμένος με δεξτράνη μπορεί να σώσει ζωές."
"The application of dextran-coated charcoal in clinical settings is gaining attention."
"Η εφαρμογή του ξυλάνθρακα επικαλυμμένου με δεξτράνη σε κλινικά περιβάλλοντα κερδίζει προσοχή."
Η λέξη "dextran" προέρχεται από την ελληνική λέξη "δεξτρός", που σημαίνει "δεξιός", και αναφέρεται στην κατεύθυνση του ελικοειδούς μορίου. Ο "charcoal" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "charcol", που σημαίνει "καμένους ξύλο" ή "ανθρακούχο υλικό".
Συνώνυμα: Activated charcoal, adsorbent charcoal
Αντώνυμα: Uncoated charcoal (χωρίς επικαλυψη)