"Diagnostic character" είναι μια φράση που συνδυάζει ένα επίθετο ("diagnostic") και ένα ουσιαστικό ("character").
/ˌdaɪəɡˈnɑːstɪk ˈkɛrɪktər/
Η φράση "diagnostic character" αναφέρεται σε χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που είναι χρήσιμα για διαγνωστικούς σκοπούς. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική και την επιστημονική έρευνα για να περιγράψει στοιχεία που βοηθούν στη διάγνωση μιας κατάστασης ή ασθένειας. Η χρήση της φράσης είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικές και τεχνικές συζητήσεις.
Ο διαγνωστικός χαρακτήρας των συμπτωμάτων ήταν κρίσιμος για την εκτίμηση του γιατρού.
In this study, we will analyze the diagnostic character of the test results.
Σε αυτή τη μελέτη, θα αναλύσουμε τον διαγνωστικό χαρακτήρα των αποτελεσμάτων των εξετάσεων.
Understanding the diagnostic character of a disease can greatly improve treatment outcomes.
Η φράση "diagnostic character" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να την εμπλέκουν, ωστόσο υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις στην ιατρική και επιστημονική γλώσσα:
Ο διαγνωστικός χαρακτήρας μιας κατάστασης αποκαλύπτεται συχνά μέσω ενδελεχούς δοκιμής.
Identifying the diagnostic character can lead to earlier detection of diseases.
Η αναγνώριση του διαγνωστικού χαρακτήρα μπορεί να οδηγήσει σε πρώιμη ανίχνευση ασθενειών.
The diagnostic character of each symptom provides valuable information for treatment.
Η λέξη "diagnostic" προέρχεται από το ελληνικό "διάγνωση" (diagnosis), που σημαίνει "αναγνώριση ή ανακάλυψη μιας ασθένειας", και το "-ic", που υποδηλώνει μια ποιότητα ή χαρακτηριστική ιδιότητα. Η λέξη "character" προέρχεται από την ελληνική λέξη "χαρακτήρ" (charaktēr), που σημαίνει "σημείο ή χαρακτηριστικό".
Συνώνυμα: - διαγνωστική ιδιότητα (diagnostic property) - διαγνωστικό στοιχείο (diagnostic element)
Αντώνυμα: - μη διαγνωστικός χαρακτήρας (non-diagnostic character) - τυπικός χαρακτήρας (typical character)