Η λέξη "diagonal" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "diagonal" με χρήση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου είναι: /daɪˈæɡənəl/
Η λέξη "diagonal" αναφέρεται σε μια γραμμή που περνά attraverso ή είναι κεκλιμένη σε σχέση με μια άλλη γραμμή ή επιφάνεια, συνήθως σε γωνία 45 μοιρών. Χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά, γεωμετρία και σε περιγραφές ενός σχήματος ή παραστάσεων. Η χρήση της είναι κοινή και στα δύο πλαίσια: προφορικό και γραπτό, αν και συχνότερα σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα.
The two lines intersect at a diagonal.
Οι δύο γραμμές τέμνονται σε μια διαγώνιο.
She drew a diagonal line across the paper.
Αυτή σχεδίασε μια διαγώνια γραμμή πάνω στο χαρτί.
The room was arranged in a diagonal layout.
Το δωμάτιο είχε διαρρύθμιση σε διαγώνια διάταξη.
Η λέξη "diagonal" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε μαθηματικά ή γεωμετρικά συμφραζόμενα.
Draw a diagonal to split the shape.
Σχεδίασε μια διαγώνιο για να χωρίσεις το σχήμα.
The diagonal of a square is longer than its sides.
Η διαγώνιος ενός τετραγώνου είναι μεγαλύτερη από τις πλευρές του.
When you measure diagonally, you get a more accurate length.
Όταν μετράς διαγώνια, παίρνεις μια πιο ακριβή μέτρηση.
He moved diagonally across the field.
Μετακινήθηκε διαγώνια μέσα στο γήπεδο.
She looked at the painting from a diagonal perspective.
Κοίταξε τον πίνακα από μια διαγώνια προοπτική.
Η λέξη "diagonal" προέρχεται από το λατινικό "diagonalis", το οποίο έχει τις ρίζες του στο ελληνικό "διαγώνιος" (διά + γωνία), που σημαίνει "μέσω μιας γωνίας".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "diagonal" και τις χρήσεις της στην αγγλική γλώσσα.