"Diagonally braced" είναι ένα επίθετο.
/dieəˈɡɒnəli breɪst/
Ο όρος "diagonally braced" αναφέρεται σε μια δομή ή σχέδιο που έχει στήριξη σε διαγώνιες κατευθύνσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα. Αυτή η διαγώνια στήριξη βοηθά στο να ενισχυθεί η στατικότητα μιας κατασκευής, απορροφώντας τις δυνάμεις που ασκούνται πάνω της.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή αρχιτεκτονικά κείμενα, επομένως εμφανίζεται πιο συχνά στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Το κτίριο σχεδιάστηκε με διαγώνια ενισχυμένα τοιχώματα για καλύτερη σταθερότητα.
Engineers often use diagonally braced structures in earthquake-prone areas.
Οι μηχανικοί συχνά χρησιμοποιούν διαγώνια στηριγμένα δομικά στοιχεία σε περιοχές που πλήττονται από σεισμούς.
The bridge featured diagonally braced beams to withstand high winds.
Ο όρος "diagonally braced" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικές περιστάσεις που σχετίζονται με την ενίσχυση ή τη στατική ανάλυση.
Οι μηχανικοί επέμειναν να γίνει η σχεδίαση διαγωνίως στηριγμένη για να αποτρέψει την κίνηση.
In high-rise buildings, diagonally braced structures are common.
Σε κτίρια ψηλών ορόφων, οι διαγώνιες στηρίξεις είναι κοινές.
To increase safety, the old frame was retrofitted with diagonally braced elements.
Ο όρος προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "diagonal" (διαγώνιος) και "brace" (στήριγμα). Η λέξη “diagonal” προέρχεται από το λατινικό "diagonalis," και η λέξη "brace" από την παλαιά γαλλική λέξη "brac," που σημαίνει "επένδυση" ή "στήριξη".
Συνώνυμα: - Reinforced (ενισχυμένο) - Supported (στηριγμένο)
Αντώνυμα: - Unbraced (μη στηριγμένο) - Weak (ασθενής)