Ρήμα ("directed") και ουσιαστικό ("relation").
/dɪˈrɛktɪd rɪˈleɪʃən/
Ο όρος "directed relation" χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά, πληροφορική και θεωρία γραφημάτων για να δηλώσει μια σχέση που έχει κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι σε μια τέτοια σχέση, υπάρχει μια συγκεκριμένη αρχή και τελείωμα, και η κατεύθυνση έχει σημασία. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η κατευθυνόμενη σχέση υποδεικνύει ότι μία κορυφή οδηγεί σε άλλη σε ένα γράφημα.
In a directed relation, the order of the elements matters significantly.
Σε μια κατευθυνόμενη σχέση, η σειρά των στοιχείων έχει σημαντική σημασία.
A directed relation can help illustrate cause-effect scenarios in data analysis.
Ο όρος "directed relation" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να είναι χρήσιμος σε τεχνικά κείμενα. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "directed" μπορεί να είναι:
Σε ένα κατευθυνόμενο γράφημα, κάθε σύνδεση έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Understanding a directed relation is essential in network theory.
Η κατανόηση μιας κατευθυνόμενης σχέσης είναι απαραίτητη στη θεωρία δικτύων.
The concept of directed relations is vital in database management.
Ο όρος "directed" προέρχεται από το λατινικό "dirigere", που σημαίνει "να κατευθύνω", και η λέξη "relation" προέρχεται από το λατινικό "relatio", που σημαίνει "σχέση ή αναφορά".
Συνώνυμα: - Controlled relation - Guided relation
Αντώνυμα: - Undirected relation - Random relation