directed relation - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

directed relation (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα ("directed") και ουσιαστικό ("relation").

Φωνητική μεταγραφή

/dɪˈrɛktɪd rɪˈleɪʃən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "directed relation" χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά, πληροφορική και θεωρία γραφημάτων για να δηλώσει μια σχέση που έχει κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι σε μια τέτοια σχέση, υπάρχει μια συγκεκριμένη αρχή και τελείωμα, και η κατεύθυνση έχει σημασία. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The directed relation indicates that one vertex leads to another in a graph.
  2. Η κατευθυνόμενη σχέση υποδεικνύει ότι μία κορυφή οδηγεί σε άλλη σε ένα γράφημα.

  3. In a directed relation, the order of the elements matters significantly.

  4. Σε μια κατευθυνόμενη σχέση, η σειρά των στοιχείων έχει σημαντική σημασία.

  5. A directed relation can help illustrate cause-effect scenarios in data analysis.

  6. Μια κατευθυνόμενη σχέση μπορεί να βοηθήσει στην απεικόνιση σεναρίων αιτίας-αποτελέσματος στην ανάλυση δεδομένων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "directed relation" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να είναι χρήσιμος σε τεχνικά κείμενα. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "directed" μπορεί να είναι:

  1. In a directed graph, each connection has a specific direction.
  2. Σε ένα κατευθυνόμενο γράφημα, κάθε σύνδεση έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

  3. Understanding a directed relation is essential in network theory.

  4. Η κατανόηση μιας κατευθυνόμενης σχέσης είναι απαραίτητη στη θεωρία δικτύων.

  5. The concept of directed relations is vital in database management.

  6. Η έννοια των κατευθυνόμενων σχέσεων είναι ζωτική στη διαχείριση βάσεων δεδομένων.

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "directed" προέρχεται από το λατινικό "dirigere", που σημαίνει "να κατευθύνω", και η λέξη "relation" προέρχεται από το λατινικό "relatio", που σημαίνει "σχέση ή αναφορά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Controlled relation - Guided relation

Αντώνυμα: - Undirected relation - Random relation



25-07-2024