Η φράση "directly identical" περιλαμβάνει ένα επιρρήμα (directly) και ένα επίθετο (identical).
/dɪˈrɛktli aɪˈdɛntɪkəl/
Η φράση "directly identical" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απόλυτα ή ακριβώς το ίδιο με κάτι άλλο χωρίς καμία διαφοροποίηση. Είναι ένας όρος που συναντάται συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά περιορισμένη, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Τα δύο προϊόντα είναι άμεσα ταυτόσιμα, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται από τον ίδιο κατασκευαστή.
In this experiment, the results were found to be directly identical to previous studies.
Σε αυτή την πείρα, τα αποτελέσματα βρέθηκαν να είναι άμεσα ταυτόσιμα με προηγούμενες μελέτες.
The designs are directly identical, with no differences in dimensions or colors.
Αυτή η φράση δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες πιο τεχνικές ή επιστημονικές καταστάσεις.
“Τα αποτελέσματα των δύο δοκιμών είναι άμεσα ταυτόσιμα, αποδεικνύοντας την υπόθεση.”
“She noted that the specifications were directly identical to the previous model.”
Συνώνυμα: - Exactly the same - Completely alike
Αντώνυμα: - Different - Distinct