Δηλωτικός όρος (Noun)
/ˌdaɪrɪˈsɔrsɪnɒl/
Το διρεσορσινόλη είναι ένα χημικό συστατικό, ένας διφαινόλης, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη σύνθεση φαρμάκων, χημικών και πολυμερών. Είναι γνωστό για την αντιοξειδωτική δραστηριότητά του και έχει εφαρμογές στη βιομηχανία καλλυντικών και σε κάποιες φαρμακευτικές εφαρμογές.
Η χρήση του διρεσορσινολίου σε προτάσεις είναι πιο κοινή σε τεχνικά κείμενα και επιστημονικές μελέτες παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο. Συναντάται επίσης σε αναφορές και δημοσιεύσεις σχετικές με τη χημεία και την ιατρική.
Η χημική δομή της διρεσορσινόλης είναι ουσιώδης για την εφαρμογή της σε διάφορα φαρμακευτικά προϊόντα.
Researchers are studying diresorcinol for its potential benefits in cosmetic formulations.
Η λέξη "diresorcinol" δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, λόγω της εξειδικευμένης της φύσης. Ωστόσο, χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, όπου συχνά αναφέρεται παράλληλα με άλλες χημικές ενώσεις ή προϊόντα.
Η προσθήκη της διρεσορσινόλης ενισχύει τη σταθερότητα της σύνθεσης.
Safety tests for diresorcinol are crucial before its commercial use.
Η λέξη "diresorcinol" προέρχεται από τη σύνθεση των στοιχείων "di-" που σημαίνει "δύο", "resorcin" που αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χημική ένωση, και το "ol" που υποδηλώνει την ομάδα αλκοόλης.
Συνώνυμα: - 1,3-Dihydroxybenzene - Resorcinol
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντώνυμα, καθώς πρόκειται για χημικό όρο. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε άλλες χημικές ενώσεις που δεν είναι διφαινόλες.