dirt floor - Φράση (noun phrase)
/dɜrt flɔr/
Η φράση "dirt floor" αναφέρεται σε ένα πάτωμα που είναι επικαλυμμένο με χώμα ή χώμα χωρίς επικάλυψη από άλλα υλικά όπως ξύλο ή πλακάκι. Συνήθως, τα dirt floors είναι συνηθισμένα σε αγροτικές περιοχές ή σε παλιές κατασκευές και μπορεί να παρατηρηθούν σε αποθήκες ή φάρμες.
Η χρήση αυτής της φράσης εξαπλώνεται και σε στερεά γραπτά συμφραζόμενα, αν και δεν χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο.
Η αποθήκη είχε ένα πάτωμα από χώμα που ήταν συχνά λασπωμένο μετά τη βροχή.
Many ancient houses had dirt floors, which were practical at the time.
Πολλά αρχαία σπίτια είχαν πάτωμα από χώμα, το οποίο ήταν πρακτικό εκείνη την εποχή.
She swept the dirt floor to keep the house clean.
Η φράση "dirt floor" δεν χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η λέξη "dirt" χρησιμοποιείται σε πολλές φράσεις για να υποδηλώσει κάτι αρνητικό ή κατώτερο.
Η λέξη "dirt" υποδεικνύει την ουσία των γεγονότων.
“Dirty laundry” (refers to undesirable situations or gossip)
Περιγράφει επιτηδευμένα ή πικρές αλήθειες που αποκαλύπτονται.
“Dirt poor” (extremely poor)
Η λέξη "dirt" έχει αγγλοσαξονική προέλευση, προερχόμενη από την λέξη "dyrte" που σημαίνει "χώμα" ή "βρωμιά". Ο όρος "floor" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "flōr", που αναφέρεται σε οποιαδήποτε επιφάνεια που πατούμε.
Συνώνυμα:
- Ground (έδαφος)
- Soil (χώμα)
Αντώνυμα:
- Concrete floor (τσιμεντένιο πάτωμα)
- Wooden floor (ξύλινο πάτωμα)