dirt floor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dirt floor (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

dirt floor - Φράση (noun phrase)

Φωνητική μεταγραφή

/dɜrt flɔr/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "dirt floor" αναφέρεται σε ένα πάτωμα που είναι επικαλυμμένο με χώμα ή χώμα χωρίς επικάλυψη από άλλα υλικά όπως ξύλο ή πλακάκι. Συνήθως, τα dirt floors είναι συνηθισμένα σε αγροτικές περιοχές ή σε παλιές κατασκευές και μπορεί να παρατηρηθούν σε αποθήκες ή φάρμες.

Η χρήση αυτής της φράσης εξαπλώνεται και σε στερεά γραπτά συμφραζόμενα, αν και δεν χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The shed had a dirt floor that was often muddy after rain.
  2. Η αποθήκη είχε ένα πάτωμα από χώμα που ήταν συχνά λασπωμένο μετά τη βροχή.

  3. Many ancient houses had dirt floors, which were practical at the time.

  4. Πολλά αρχαία σπίτια είχαν πάτωμα από χώμα, το οποίο ήταν πρακτικό εκείνη την εποχή.

  5. She swept the dirt floor to keep the house clean.

  6. Αυτή σκούπισε το πάτωμα από χώμα για να κρατήσει το σπίτι καθαρό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "dirt floor" δεν χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η λέξη "dirt" χρησιμοποιείται σε πολλές φράσεις για να υποδηλώσει κάτι αρνητικό ή κατώτερο.

  1. "Get down to the nitty-gritty" (to focus on the most important aspects)
  2. Translation: "Να ασχοληθείς με τα ουσιώδη."
  3. Η λέξη "dirt" υποδεικνύει την ουσία των γεγονότων.

  4. “Dirty laundry” (refers to undesirable situations or gossip)

  5. Translation: "Ρούχα που δεν είναι καθαρά."
  6. Περιγράφει επιτηδευμένα ή πικρές αλήθειες που αποκαλύπτονται.

  7. “Dirt poor” (extremely poor)

  8. Translation: "Πολύ φτωχός."
  9. Μια έκφραση που περιγράφει άτομα που έχουν ελάχιστους πόρους.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "dirt" έχει αγγλοσαξονική προέλευση, προερχόμενη από την λέξη "dyrte" που σημαίνει "χώμα" ή "βρωμιά". Ο όρος "floor" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "flōr", που αναφέρεται σε οποιαδήποτε επιφάνεια που πατούμε.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Ground (έδαφος) - Soil (χώμα)

Αντώνυμα:
- Concrete floor (τσιμεντένιο πάτωμα) - Wooden floor (ξύλινο πάτωμα)



25-07-2024