Το "disabled worker" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/ dɪsˈeɪbld ˈwɜrkər /
Ο όρος "disabled worker" αναφέρεται σε άτομα που εργάζονται και έχουν κάποια μορφή αναπηρίας, η οποία μπορεί να είναι σωματική, ψυχική ή άλλη. Η χρήση αυτής της φράσης υποδηλώνει αποδοχή και ενσωμάτωσή τους στο εργατικό δυναμικό, αναγνωρίζοντας ότι μπορούν να συμβάλλουν στην εργασία, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση αυτή χρησιμοποιείται σε πλαίσια εργασίας και κοινωνικής πολιτικής. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, ιδίως σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει έμφαση στην ποικιλομορφία και την ένταξη. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα, όπως σε πολιτικές ή εκθέσεις, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο σε σχετικές συζητήσεις.
The company has a program to support disabled workers.
(Η εταιρεία έχει ένα πρόγραμμα για την υποστήριξη των ανάπηρων εργατών.)
Employers should provide reasonable accommodations for disabled workers.
(Οι εργοδότες θα πρέπει να παρέχουν λογικές διευκολύνσεις για τους εργαζόμενους με αναπηρίες.)
Many disabled workers are highly skilled in their professions.
(Πολλοί ανάπηροι εργάτες είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.)
Ο όρος "disabled worker" μπορεί να ενταχθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την εργασία και την κοινωνική ενσωμάτωση:
"Level the playing field for disabled workers."
(Φτιάξτε τις ίσες ευκαιρίες για τους ανάπηρους εργαζόμενους.)
"Empower disabled workers to reach their potential."
(Ενδυναμώστε τους ανάπηρους εργάτες για να φτάσουν το δυναμικό τους.)
"Promote inclusion of disabled workers in the workforce."
(Προάγετε την ένταξη των εργαζομένων με αναπηρία στον χώρο εργασίας.)
"Creating opportunities for disabled workers."
(Δημιουργία ευκαιριών για τους ανάπηρους εργαζόμενους.)
"Recognizing the talents of disabled workers is essential."
(Η αναγνώριση των ταλέντων των ανάπηρων εργατών είναι βασική.)
"Support networks are crucial for disabled workers."
(Τα δίκτυα υποστήριξης είναι κρίσιμα για τους ανάπηρους εργαζόμενους.)
Ο όρος "disabled" προέρχεται από το ρεύμα των αγγλικών του 17ου αιώνα, που σημαίνει 'να κάνει ακατάλληλο' ή 'να στερεί' από τη Λατινική λέξη "dis-" που σημαίνει 'μακριά' και "able" που σημαίνει 'ικανός'. Ο όρος "worker" προέρχεται από την αγγλοσαξωνική λέξη "weorc", που σημαίνει 'έργο', 'προσπάθεια'.
Συνώνυμα: - εργαζόμενος με αναπηρία - άτομο με αναπηρία - υπάλληλος με περιορισμούς
Αντώνυμα: - εργαζόμενος χωρίς αναπηρία - υγιής εργαζόμενος - ικανός εργαζόμενος
Αυτή η ολοκληρωμένη ανάλυση του όρου "disabled worker" ελπίζω να είναι χρήσιμη!