Disarming είναι επίθετο.
/dɪˈzɑːrmɪŋ/
Η λέξη disarming χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει την ικανότητα να αφαιρεί την επιθετικότητα ή την καχυποψία, συχνά μέσω της γοητείας ή της προσιτότητάς του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται στο γραπτό και τον προφορικό λόγο με ισοδύναμη συχνότητα, αλλά μπορεί να είναι πιο συνηθισμένο σε λεπτές, περιγραφικές ή λογοτεχνικές γραφές.
Το αφοπλιστικό της χαμόγελο κέρδισε όλους στο δωμάτιο.
The disarming nature of his speech made it hard for the audience to disagree.
Η αφοπλιστική φύση της ομιλίας του καθιστούσε δύσκολη την αντίθεση από το κοινό.
He had a disarming way of addressing difficult topics, making people feel at ease.
Η λέξη disarming απαντά συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ικανότητα για ευχάριστη ή γοητευτική αλληλεπίδραση.
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια στην εξομολόγησή της ήταν αναζωογονητική.
Despite the seriousness of the topic, his disarming humor lightened the mood.
Παρά τη σοβαρότητα του θέματος, το αφοπλιστικό του χιούμορ ελάφρυνε την ατμόσφαιρα.
A disarming charm can open doors that were previously closed.
Ένα αφοπλιστικό χάρισμα μπορεί να ανοίξει πόρτες που ήταν προηγουμένως κλειστές.
She used her disarming wit to win the debate effortlessly.
Χρησιμοποίησε την αφοπλιστική της ευφυΐα για να κερδίσει τη συζήτηση χωρίς κόπο.
His disarming approach made the interview feel more like a conversation.
Η αφοπλιστική του προσέγγιση έκανε τη συνέντευξη να μοιάζει περισσότερο με συζήτηση.
The disarming simplicity of the solution surprised everyone.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα disarm, που σημαίνει "να αφαιρέσει τα όπλα" ή "να καθιστά ανίσχυρο". Ετυμολογικά, συνδυάζει το «dis-» (που υποδηλώνει αφαίρεση ή αντίθεση) και το «arm» (που έχει να κάνει με όπλα ή θωράκιση).
Συνώνυμα: - Charming (γοητευτικός) - Engaging (ενδιαφέρον) - Appealing (ελκυστικός)
Αντώνυμα: - Off-putting (απελπιστικός) - Disagreeable (δυσάρεστος) - Unpleasant (μη ευχάριστος)