disarming - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disarming (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Disarming είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/dɪˈzɑːrmɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη disarming χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει την ικανότητα να αφαιρεί την επιθετικότητα ή την καχυποψία, συχνά μέσω της γοητείας ή της προσιτότητάς του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται στο γραπτό και τον προφορικό λόγο με ισοδύναμη συχνότητα, αλλά μπορεί να είναι πιο συνηθισμένο σε λεπτές, περιγραφικές ή λογοτεχνικές γραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Her disarming smile won over everyone in the room.
  2. Το αφοπλιστικό της χαμόγελο κέρδισε όλους στο δωμάτιο.

  3. The disarming nature of his speech made it hard for the audience to disagree.

  4. Η αφοπλιστική φύση της ομιλίας του καθιστούσε δύσκολη την αντίθεση από το κοινό.

  5. He had a disarming way of addressing difficult topics, making people feel at ease.

  6. Είχε μια αφοπλιστική προσέγγιση στο να θίγει δύσκολα θέματα, κάνοντας τους ανθρώπους να νιώθουν άνετα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη disarming απαντά συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ικανότητα για ευχάριστη ή γοητευτική αλληλεπίδραση.

  1. The disarming honesty in her confession was refreshing.
  2. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια στην εξομολόγησή της ήταν αναζωογονητική.

  3. Despite the seriousness of the topic, his disarming humor lightened the mood.

  4. Παρά τη σοβαρότητα του θέματος, το αφοπλιστικό του χιούμορ ελάφρυνε την ατμόσφαιρα.

  5. A disarming charm can open doors that were previously closed.

  6. Ένα αφοπλιστικό χάρισμα μπορεί να ανοίξει πόρτες που ήταν προηγουμένως κλειστές.

  7. She used her disarming wit to win the debate effortlessly.

  8. Χρησιμοποίησε την αφοπλιστική της ευφυΐα για να κερδίσει τη συζήτηση χωρίς κόπο.

  9. His disarming approach made the interview feel more like a conversation.

  10. Η αφοπλιστική του προσέγγιση έκανε τη συνέντευξη να μοιάζει περισσότερο με συζήτηση.

  11. The disarming simplicity of the solution surprised everyone.

  12. Η αφοπλιστική απλότητα της λύσης ξάφνιασε όλους.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα disarm, που σημαίνει "να αφαιρέσει τα όπλα" ή "να καθιστά ανίσχυρο". Ετυμολογικά, συνδυάζει το «dis-» (που υποδηλώνει αφαίρεση ή αντίθεση) και το «arm» (που έχει να κάνει με όπλα ή θωράκιση).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Charming (γοητευτικός) - Engaging (ενδιαφέρον) - Appealing (ελκυστικός)

Αντώνυμα: - Off-putting (απελπιστικός) - Disagreeable (δυσάρεστος) - Unpleasant (μη ευχάριστος)



25-07-2024