Discernment: Ουσιαστικό
Character: Ουσιαστικό
/dɪˈsɜrn.mənt ʌv ˈkær.ək.tər/
Discernment of character αναφέρεται στην ικανότητα να αναγνωρίζουμε, να αξιολογούμε ή να κατανοούμε τον χαρακτήρα ενός ατόμου. Στην αγγλική γλώσσα, η φράση χρησιμοποιείται συχνά προκειμένου να δηλώσει πως κάποιος έχει την ικανότητα να κρίνει αν κάποιος έχει καλή ή κακή ηθική ή προσωπικότητα.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή ψυχολογικές μελέτες, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με την ανθρώπινη ψυχολογία και τις σχέσεις.
Η διάκριση χαρακτήρων είναι καθοριστική για την σωστή επιλογή φίλων.
With time, he developed a keen discernment of character that helped him in business.
Η φράση "discernment of character" μπορεί να απαντάται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φιλοσοφικές ρήσεις.
Η διάκριση χαρακτήρων του συχνά τον οδηγεί στις σωστές αποφάσεις.
"People with strong discernment of character can navigate complex social situations."
Άτομα με ισχυρή διάκριση χαρακτήρων μπορούν να πλοηγηθούν σε πολύπλοκες κοινωνικές καταστάσεις.
"In a world full of deception, discernment of character is a valuable skill."
Σε έναν κόσμο γεμάτο απατήσεις, η διάκριση χαρακτήρων είναι μια πολύτιμη ικανότητα.
"Her discernment of character allowed her to avoid toxic relationships."
Η λέξη "discernment" προέρχεται από την γαλλική λέξη "discernement", που σημαίνει "διάκριση" και χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Το "character" έχει ελληνικές ρίζες, προερχόμενο από τη λέξη "charaktēr", που σημαίνει "σημάδι" ή "χαρακτηριστικό".
Συνώνυμα:
- Judgment (κρίση)
- Insight (κατανόηση)
- Perception (αντίληψη)
Αντώνυμα:
- Ignorance (άγνοια)
- Confusion (σύγχυση)
- Misjudgment (λανθασμένη κρίση)