"Discharge time" είναι φράση και περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό ("discharge") και ένα άλλο ουσιαστικό ("time"), που σχηματίζουν μια συνθετική έννοια.
/dɪsˈtʃɑːrdʒ taɪm/
Ο όρος "discharge time" αναφέρεται στον χρόνο που απαιτείται για να απελευθερωθεί κάποιος ή κάτι από μια κατάσταση ή μια θέση, συνήθως σε ιατρικά ή μηχανικά πλαίσια. Στην ιατρική, αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για την αποδέσμευση ενός ασθενούς αφού έχει ολοκληρωθεί η θεραπεία ή η νοσηλεία του. Στη μηχανική, μπορεί να αναφέρεται στο χρόνο που χρειάζεται για να αδειάσει ένα δοχείο ή μια μπαταρία.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά έγγραφα και μηχανικές αναφορές. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Ο γιατρός εξήγησε τον χρόνο εκφόρτισης του ασθενούς μετά την επέμβαση.
Make sure to know the discharge time before you schedule your transport.
Βεβαιωθείτε ότι γνωρίζετε τον χρόνο εκφόρτισης πριν προγραμματίσετε τη μεταφορά σας.
The discharge time of the battery was shorter than expected.
Ο όρος "discharge" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο διευθυντής πάντα προσπαθεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του αποτελεσματικά.
To discharge a responsibility
Είναι σημαντικό να εκπληρώνετε τις ευθύνες σας προς την οικογένειά σας.
To discharge a debt
Τελικά μπόρεσε να αποπληρώσει το χρέος του μετά από πέντε χρόνια.
To discharge someone from a duty
Η λέξη "discharge" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "descharger," που σημαίνει «να απελευθερώνω» και συνδυάζεται με το "time," που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "χρόνος."
Συνώνυμα: - Release time - Exit time
Αντώνυμα: - Admission time - Entry time