discharge time - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

discharge time (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Discharge time" είναι φράση και περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό ("discharge") και ένα άλλο ουσιαστικό ("time"), που σχηματίζουν μια συνθετική έννοια.

Φωνητική μεταγραφή

/dɪsˈtʃɑːrdʒ taɪm/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Ο όρος "discharge time" αναφέρεται στον χρόνο που απαιτείται για να απελευθερωθεί κάποιος ή κάτι από μια κατάσταση ή μια θέση, συνήθως σε ιατρικά ή μηχανικά πλαίσια. Στην ιατρική, αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για την αποδέσμευση ενός ασθενούς αφού έχει ολοκληρωθεί η θεραπεία ή η νοσηλεία του. Στη μηχανική, μπορεί να αναφέρεται στο χρόνο που χρειάζεται για να αδειάσει ένα δοχείο ή μια μπαταρία.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά έγγραφα και μηχανικές αναφορές. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The doctor explained the discharge time for the patient after surgery.
  2. Ο γιατρός εξήγησε τον χρόνο εκφόρτισης του ασθενούς μετά την επέμβαση.

  3. Make sure to know the discharge time before you schedule your transport.

  4. Βεβαιωθείτε ότι γνωρίζετε τον χρόνο εκφόρτισης πριν προγραμματίσετε τη μεταφορά σας.

  5. The discharge time of the battery was shorter than expected.

  6. Ο χρόνος εκφόρτισης της μπαταρίας ήταν μικρότερος από ό,τι αναμενόταν.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "discharge" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. To discharge one's duties
  2. The manager always strives to discharge his duties effectively.
  3. Ο διευθυντής πάντα προσπαθεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του αποτελεσματικά.

  4. To discharge a responsibility

  5. It is important to discharge your responsibility towards your family.
  6. Είναι σημαντικό να εκπληρώνετε τις ευθύνες σας προς την οικογένειά σας.

  7. To discharge a debt

  8. He was finally able to discharge his debt after five years.
  9. Τελικά μπόρεσε να αποπληρώσει το χρέος του μετά από πέντε χρόνια.

  10. To discharge someone from a duty

  11. The officer was discharged from duty after the incident.
  12. Ο αξιωματικός απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του μετά το περιστατικό.

Ετυμολογία

Η λέξη "discharge" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "descharger," που σημαίνει «να απελευθερώνω» και συνδυάζεται με το "time," που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "χρόνος."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Release time - Exit time

Αντώνυμα: - Admission time - Entry time



25-07-2024