"Discharge vessel" είναι ένα ουσιαστικό.
/dɪsˈtʃɑːrdʒ ˈvɛsəl/
Ο όρος "discharge vessel" αναφέρεται σε ένα σκάφος ή μια δεξαμενή που χρησιμοποιείται για την εκφόρτωση υλικών ή προϊόντων, συχνά στον τομέα της ναυτιλίας, της βιομηχανίας ή της χημείας. Στη γλώσσα των αγγλόφωνων, χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά περιβάλλοντα. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορική επικοινωνία.
The cargo was transferred from the ship to the discharge vessel without any delays.
(Το φορτίο μεταφέρθηκε από το πλοίο στη δεξαμενή εκφόρτωσης χωρίς καθυστερήσεις.)
Engineers conducted the test to ensure the safety of the discharge vessel.
(Οι μηχανικοί διεξήγαγαν τη δοκιμή για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια της δεξαμενής εκφόρτωσης.)
Ο όρος "discharge vessel" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά πλαίσια. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις στον τομέα της ναυτιλίας και της βιομηχανίας:
"The discharge vessel is key during the unloading process."
(Η δεξαμενή εκφόρτωσης είναι κλειδί κατά τη διαδικασία εκφόρτωσης.)
"Proper maintenance of the discharge vessel ensures efficient operations."
(Η σωστή συντήρηση της δεξαμενής εκφόρτωσης εξασφαλίζει αποδοτικές επιχειρήσεις.)
"We need to optimize the layout of the discharge vessel to improve workflow."
(Πρέπει να βελτιστοποιήσουμε τη διάταξη της δεξαμενής εκφόρτωσης για να βελτιώσουμε τη ροή εργασίας.)
Ο όρος αποτελείται από δύο μέρη: "discharge", που προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "descharger" (να ελευθερώσει από υποχρέωση, ή να αφαιρέσει), και "vessel", που προέρχεται από το λατινικό "vascellum", το οποίο σημαίνει "μικρό δοχείο".
Συνώνυμα: - Unloading tank - Transfer vessel
Αντώνυμα: - Loading vessel - Storage tank