Η λέξη "disconnection" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι αποσυνδεδεμένο ή δεν έχει πλέον μια καλή ή λειτουργική σύνδεση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα πλαίσια, όπως στην ιατρική αναφορικά με τη σύνδεση ιστών ή σε τεχνολογικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν αποσύνδεση συσκευών ή δικτύων.
Η λέξη "disconnection" χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και είναι συχνότερη σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Disconnection of tissues can lead to various health issues.
(Η αποσύνδεση των ιστών μπορεί να οδηγήσει σε διάφορα προβλήματα υγείας.)
The disconnection of tissues during surgery must be carefully managed.
(Η αποσύνδεση των ιστών κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης πρέπει να διαχειρίζεται προσεκτικά.)
A sudden disconnection of tissues might result in complications.
(Μια ξαφνική αποσύνδεση ιστών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επιπλοκές.)
Αν και η λέξη "disconnection" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες σχετικές φράσεις που δείχνουν αποτυχία ή διακοπή στη σύνδεση ανθρώπων ή διαδικασιών.
There’s a disconnection between what he says and what he does.
(Υπάρχει μια αποσύνδεση μεταξύ αυτών που λέει και αυτών που κάνει.)
Their disconnection from reality is evident in their decisions.
(Η αποσύνδεσή τους από την πραγματικότητα είναι προφανής στις αποφάσεις τους.)
The disconnection of the past from the future can create uncertainty.
(Η αποσύνδεση του παρελθόντος από το μέλλον μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα.)
Η λέξη "disconnection" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" που σημαίνει "μακριά ή χωρίς" και την λέξη "connection" που προέρχεται από την λατινική "connectere", που σημαίνει "συνδέω".