Ο όρος "discount rate" θεωρείται ουσιαστικό.
/ˈdɪskaʊnt reɪt/
Ο όρος "discount rate" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των οικονομικών και της χρηματοδότησης. Αναφέρεται σε ένα ποσοστό που χρησιμοποιείται για να υπολογιστούν οι μελλοντικές ροές χρηματοδότησης στην παρούσα αξία τους. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα αξιόλογη οικονομικών επενδύσεων και σε χρηματοοικονομικούς υπολογισμούς. Είναι πολύ συνηθισμένος στους γραπτούς κωδικούς και αναλύσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Ο ρυθμός έκπτωσης για αυτήν την επένδυση είναι 5%.
Lowering the discount rate can stimulate economic growth.
Η μείωση του ρυθμού έκπτωσης μπορεί να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη.
Analysts are debating the appropriate discount rate for valuing future cash flows.
Ο όρος "discount rate" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει μία σημαντική φράση στον τομέα των οικονομικών που συσχετίζεται με αυτόν:
"Η κεντρική τράπεζα μείωσε τον ρυθμό έκπτωσης για να ενθαρρύνει τη δανειοδότηση."
"A high discount rate indicates riskier investments."
"Ένας υψηλός ρυθμός έκπτωσης υποδηλώνει πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις."
"Investors need to be aware of the discount rate when evaluating a bond."
Ο όρος "discount" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "discounter", που σημαίνει "να υπολογίσεις", και η λέξη "rate" από τη λατινική "ratam". Συνδυάζοντας αυτές τις έννοιες, προσδιορίζεται ο ρυθμός με τον οποίο μειώνεται η αξία του χρηματοοικονομικού στοιχείου.
Συνώνυμα: - Interest rate (ποσοστό επιτοκίου) - Rate of discount (ποσοστό έκπτωσης)
Αντώνυμα: - Premium rate (ρυθμός προσαυξήσεως) - High valuation rate (υψηλός ρυθμός αποτίμησης)