Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή στα Αγγλικά με χρήση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου: /dɪsˌkʌvərəˈbɪlɪti/
Σημασίες: 1. Η ικανότητα εύρεσης, πρόσβασης ή ανακάλυψης κάτι, συνήθως σε σχέση με πληροφορίες ή ψηφιακό περιεχόμενο.
Πρότυπα χρήσης: Η λέξη "discoverability" χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της τεχνολογίας και του σχεδιασμού δικτύων για να περιγράψει τη δυνατότητα ενός ψηφιακού συστήματος ή πλατφόρμας να γίνεται εύκολα ανακτήσιμο από τους χρήστες. Χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτό κείμενο.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "discoverability" χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα στην αγγλική γλώσσα.
Παράδειγμα Προτάσεων: 1. Improved discoverability of the website is crucial for attracting new visitors. (Η βελτίωση της εύρεσης του ιστότοπου είναι ζωτικής σημασίας για την προσέλκυση νέων επισκεπτών.) 2. The discoverability of the new app was enhanced through targeted marketing campaigns. (Η ευρεσιμότητα της νέας εφαρμογής βελτιώθηκε μέσω στοχευμένων καμπανιών μάρκετινγκ.)
Η λέξη "discoverability" δε συνήθως χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις.
Ετυμολογία: Η λέξη "discoverability" αποτελείται από το ρήμα "discover" που σημαίνει "ανακαλύπτω" και το επίθετο "-ability" που προσδιορίζει την ικανότητα ή δυνατότητα κάτι.
Συνώνυμα: - Findability - Accessibility
Αντώνυμα: - Obscurity - Hiddenness