Επίθετο
/dɪsˈkrɛpənt/
Η λέξη "discrepant" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ασυνεπές ή που αποκλίνει από ένα αναμενόμενο πρότυπο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα, όπως σε δεδομένα ή αναφορές, όταν αναφέρονται διαφορετικά ή αντιφατικά αποτελέσματα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Οι δύο εκθέσεις αποδείχτηκαν αποκλίνοντες στα αποτελέσματά τους.
There were discrepant statements from the witnesses during the trial.
Υπήρξαν ανώμαλες δηλώσεις από τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της δίκης.
The medication dosages in the follow-up were discrepant from the initial prescription.
Δεν υπάρχουν πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "discrepant", αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με επιστημονικές ή στατιστικές συζητήσεις.
Τα ευρήματα από διαφορετικές μελέτες ήταν εκπληκτικά ανώμαλα.
Opinions within the team were often discrepant, leading to confusion.
Απόψεις μέσα στην ομάδα ήταν συχνά ασυμβίβαστες, οδηγώντας σε σύγχυση.
The financial statements were found to be discrepant, causing an investigation.
Η λέξη "discrepant" προέρχεται από το λατινικό "discrepants", που σημαίνει "να διαφέρει" ή "να αποκλίνει". Σχηματίζεται από το πρόθεμα "dis-" που υποδηλώνει διαχωρισμό ή αντίθεση και τη ρίζα "crepare" που σημαίνει "να θρύψει ή να ακουστεί".
Συνώνυμα: - Inconsistent - Divergent - Irregular
Αντώνυμα: - Consistent - Aligned - Harmonious