Το "discrete sampling" είναι σύνθετη φράση και χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/dɪsˈkriːt ˈsæmplɪŋ/
Ο όρος "discrete sampling" αναφέρεται στη διαδικασία δειγματοληψίας όπου τα δείγματα επιλέγονται από μια διακριτή (διαχωρισμένη) σειρά τιμών, αντί για μία συνεχής κλίμακα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιστική, μηχανική, και επιστημονική έρευνα για να περιγράψει μεθόδους ανάλυσης που βασίζονται σε μετρήσεις ή δεδομένα που έχουν συγκεκριμένες (ξεχωριστές) τιμές.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
"Ο ερευνητής χρησιμοποίησε διακριτή δειγματοληψία για να αναλύσει τον πληθυσμό."
"Discrete sampling provides more accurate results when dealing with finite data sets."
"Η διακριτή δειγματοληψία παρέχει πιο ακριβή αποτελέσματα όταν ασχολείται με περιορισμένα σύνολα δεδομένων."
"In discrete sampling, each sample is taken at distinct intervals."
Ο όρος "discrete" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη δειγματοληψία:
"Χρειαζόμαστε να πάρουμε διακριτές ενέργειες για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα."
"Discrete decisions are often more manageable than continuous ones."
"Οι διακριτές αποφάσεις είναι συχνά πιο διαχειρίσιμες από τις συνεχείς."
"The application of discrete methods can simplify complex analyses."
"Η εφαρμογή διακριτών μεθόδων μπορεί να απλοποιήσει περίπλοκες αναλύσεις."
"In computer science, discrete data structures are crucial for efficient processing."
Η λέξη "discrete" προέρχεται από το λατινικό "discretus," που σημαίνει "χωρισμένος ή διαχωρισμένος," και το "sampling" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "to sample," που σημαίνει "να επιλέγω ένα δείγμα."
Συνώνυμα: - στατιστική δειγματοληψία - περιορισμένη δειγματοληψία
Αντώνυμα: - συνεχής δειγματοληψία - απευθείας δειγματοληψία
Αυτός ο όρος είναι χρήσιμος σε πολλές επιστημονικές και τεχνικές εφαρμογές, και η κατανόησή του είναι κρίσιμη για την ανάλυση δεδομένων και τη στατιστική.