Η φράση "dishonoured note" αποτελείται από το επίθετο "dishonoured" και το ουσιαστικό "note".
/dɪsˈɒn.əd noʊt/
Το "dishonoured note" αναφέρεται σε έναν τύπο χρηματοοικονομικού εγγράφου που δεν έχει γίνει αποδεκτό ή έχει απορριφθεί για κάποιο λόγο, συνήθως λόγω της έλλειψης πληρωμής ή επειδή ο εκδότης του σημειώματος δεν έχει την ικανότητα να το εξοφλήσει. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενο, κυρίως σε επίσημα πλαίσια που σχετίζονται με τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε τραπεζικές ή νομικές επικοινωνίες, παρά στον προφορικό λόγο.
Η τράπεζα επέστρεψε το ατιμασμένο σημείωμα λόγω ανεπαρκών κεφαλαίων.
He received a notice about the dishonoured note that he had issued.
Έλαβε ειδοποίηση για το ατιμασμένο σημείωμα που είχε εκδώσει.
After the dishonoured note, she decided to consult a financial advisor.
Οι φράσεις που περιλαμβάνουν "dishonoured" είναι περιορισμένες, αλλά σε ορισμένα οικονομικά πλαίσια μπορούν να χρησιμοποιηθούν:
Το ατιμασμένο σημείωμα οδήγησε σε μία αλυσίδα καθυστερήσεων πληρωμών.
"Issuing a dishonoured note is never a good idea for a business."
Η έκδοση ενός ατιμασμένου σημειώματος δεν είναι ποτέ καλή ιδέα για μια επιχείρηση.
"The consequences of a dishonoured note can be quite severe."
Οι συνέπειες ενός ατιμασμένου σημειώματος μπορούν να είναι αρκετά σοβαρές.
"To avoid a dishonoured note, ensure that your account has enough balance."
Συνώνυμα: - Unpaid note - Rejected note
Αντώνυμα: - Honoured note - Accepted note