Ουσιαστικό
/ˌdɪsɪnˈdʒɛn.juəs.nəs/
Η λέξη "disingenuousness" αναφέρεται στην κατάσταση ή τη ποιότητα του να είναι κάποιος δόλιος, χωρίς ειλικρίνεια ή ειλικρινή προθέσεις. Είναι η πράξη να δείχνεις έλλειψη ειλικρίνειας ή να είσαι επιτηδευμένα ανειλικρινής.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και στη ρητορική, ιδιαίτερα σε συμφραζόμενα που αφορούν ηθικά θέματα ή την ανάλυση δημόσιων δηλώσεων, πολιτικών ομιλιών κ.ά. Η χρήση της είναι σχετικά περιορισμένη αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικό λόγο αν το θέμα απαιτεί.
Η δισεν genuenness του κατά τις διαπραγματεύσεις έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
She showed a remarkable disingenuousness in her response to the accusation.
Έδειξε μια αξιοσημείωτη δισεν genuenness στην απάντησή της στην κατηγορία.
People can often detect disingenuousness in others, which leads to distrust.
Η λέξη "disingenuous" δεν είναι συνήθως μέρος πολύ γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που αφορούν σχέσεις και ηθική μεταξύ ανθρώπων:
Συχνά κατηγορείται πως είναι δόλιος στις πολιτικές του διαπραγματεύσεις.
Her disingenuous comments left a bad taste in everyone's mouth.
Τα δόλια σχόλιά της άφησαν μια κακή εντύπωση σε όλους.
People can sense disingenuous behavior a mile away.
Οι άνθρωποι μπορούν να ανιχνεύσουν δόλιες συμπεριφορές από μακριά.
It's frustrating to deal with someone who exhibits disingenuousness.
Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" που υποδηλώνει negation (άρνηση) και το "genuine" που καταλήγει σε "-ness" για να σχηματίσει ένα ουσιαστικό. "Genuine" από τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "genuinus" που σημαίνει "αυθεντικός".
Συνώνυμα: - Insincerity - Deceitfulness - Dishonesty
Αντώνυμα: - Sincerity - Honesty - Genuine quality