disingenuousness - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disingenuousness (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ˌdɪsɪnˈdʒɛn.juəs.nəs/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "disingenuousness" αναφέρεται στην κατάσταση ή τη ποιότητα του να είναι κάποιος δόλιος, χωρίς ειλικρίνεια ή ειλικρινή προθέσεις. Είναι η πράξη να δείχνεις έλλειψη ειλικρίνειας ή να είσαι επιτηδευμένα ανειλικρινής.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και στη ρητορική, ιδιαίτερα σε συμφραζόμενα που αφορούν ηθικά θέματα ή την ανάλυση δημόσιων δηλώσεων, πολιτικών ομιλιών κ.ά. Η χρήση της είναι σχετικά περιορισμένη αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικό λόγο αν το θέμα απαιτεί.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. His disingenuousness during the negotiations made everyone uncomfortable.
  2. Η δισεν genuenness του κατά τις διαπραγματεύσεις έκανε όλους να νιώθουν άβολα.

  3. She showed a remarkable disingenuousness in her response to the accusation.

  4. Έδειξε μια αξιοσημείωτη δισεν genuenness στην απάντησή της στην κατηγορία.

  5. People can often detect disingenuousness in others, which leads to distrust.

  6. Οι άνθρωποι μπορούν συχνά να ανιχνεύσουν τη δισεν genueness στους άλλους, κάτι που οδηγεί σε έλλειψη εμπιστοσύνης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "disingenuous" δεν είναι συνήθως μέρος πολύ γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που αφορούν σχέσεις και ηθική μεταξύ ανθρώπων:

  1. He is often accused of being disingenuous in his political dealings.
  2. Συχνά κατηγορείται πως είναι δόλιος στις πολιτικές του διαπραγματεύσεις.

  3. Her disingenuous comments left a bad taste in everyone's mouth.

  4. Τα δόλια σχόλιά της άφησαν μια κακή εντύπωση σε όλους.

  5. People can sense disingenuous behavior a mile away.

  6. Οι άνθρωποι μπορούν να ανιχνεύσουν δόλιες συμπεριφορές από μακριά.

  7. It's frustrating to deal with someone who exhibits disingenuousness.

  8. Είναι απογοητευτικό να ασχολείσαι με κάποιον που εμφανίζει δισεν genuenness.

Ετυμολογία

Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" που υποδηλώνει negation (άρνηση) και το "genuine" που καταλήγει σε "-ness" για να σχηματίσει ένα ουσιαστικό. "Genuine" από τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "genuinus" που σημαίνει "αυθεντικός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Insincerity - Deceitfulness - Dishonesty

Αντώνυμα: - Sincerity - Honesty - Genuine quality



25-07-2024