disjointness - ουσιαστικό
/dɪsˈdʒɔɪnt.nəs/
disjointness αναφέρεται στην κατάσταση ή τον όρο κατά τον οποίο δύο ή περισσότερα σύνολα δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο. Χρησιμοποιείται συχνά στη μαθηματική θεωρία, ιδιαίτερα στη θεωρία συνόλων.
Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως όσον αφορά μαθηματικές ή επιστημονικές συζητήσεις για να περιγράψει την έλλειψη κοινών στοιχείων μεταξύ συνόλων ή ομάδων.
Η ασυμβατότητα των δύο συνόλων καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει επικάλυψη.
In computer science, disjointness is crucial for ensuring data integrity.
Παραδείγματα: 1. The disjointness found in the two data sets is essential for accurate analysis. - Η ασυμβατότητα που βρέθηκε στα δύο σύνολα δεδομένων είναι απαραίτητη για ακριβή ανάλυση.
Η έννοια της διαχωριστικότητας στον προγραμματισμό μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερα σφάλματα.
Recognizing the disjointness between different theories can enrich our understanding.
Η αναγνώριση της ασυμβατότητας μεταξύ διαφορετικών θεωριών μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόησή μας.
In statistics, the disjointness of variables is often required for certain assumptions.
Στη στατιστική, η διαχωριστικότητα μεταβλητών είναι συχνά απαραίτητη για ορισμένες υποθέσεις.
The disjointness of opinions in this discussion highlights the complexity of the issue.
Η λέξη disjointness προέρχεται από το ρήμα "disjoint," το οποίο σημαίνει "διαχωρισμένος" ή "μη σχετικός," συνδυασμένο με το επίθημα "-ness" που σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - separation (διαχωρισμός) - incomparability (μη συγκρισιμότητα)
Αντώνυμα: - jointness (συμβατότητα) - overlap (επικάλυψη)