disjointness - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disjointness (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

disjointness - ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/dɪsˈdʒɔɪnt.nəs/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

disjointness αναφέρεται στην κατάσταση ή τον όρο κατά τον οποίο δύο ή περισσότερα σύνολα δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο. Χρησιμοποιείται συχνά στη μαθηματική θεωρία, ιδιαίτερα στη θεωρία συνόλων.

Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως όσον αφορά μαθηματικές ή επιστημονικές συζητήσεις για να περιγράψει την έλλειψη κοινών στοιχείων μεταξύ συνόλων ή ομάδων.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The disjointness of the two sets makes it clear that there is no overlap.
  2. Η ασυμβατότητα των δύο συνόλων καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει επικάλυψη.

  3. In computer science, disjointness is crucial for ensuring data integrity.

  4. Στην επιστήμη των υπολογιστών, η διαχωριστικότητα είναι κρίσιμη για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "disjointness"

Παραδείγματα: 1. The disjointness found in the two data sets is essential for accurate analysis. - Η ασυμβατότητα που βρέθηκε στα δύο σύνολα δεδομένων είναι απαραίτητη για ακριβή ανάλυση.

  1. The concept of disjointness in programming can lead to fewer bugs.
  2. Η έννοια της διαχωριστικότητας στον προγραμματισμό μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερα σφάλματα.

  3. Recognizing the disjointness between different theories can enrich our understanding.

  4. Η αναγνώριση της ασυμβατότητας μεταξύ διαφορετικών θεωριών μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόησή μας.

  5. In statistics, the disjointness of variables is often required for certain assumptions.

  6. Στη στατιστική, η διαχωριστικότητα μεταβλητών είναι συχνά απαραίτητη για ορισμένες υποθέσεις.

  7. The disjointness of opinions in this discussion highlights the complexity of the issue.

  8. Η ασυμβατότητα των απόψεων σε αυτή τη συζήτηση αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του ζητήματος.

Ετυμολογία

Η λέξη disjointness προέρχεται από το ρήμα "disjoint," το οποίο σημαίνει "διαχωρισμένος" ή "μη σχετικός," συνδυασμένο με το επίθημα "-ness" που σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν κατάσταση ή ποιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - separation (διαχωρισμός) - incomparability (μη συγκρισιμότητα)

Αντώνυμα: - jointness (συμβατότητα) - overlap (επικάλυψη)



25-07-2024