Φράση (αποτελούμενη από ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό).
/ˌdɪsˈdʒʌŋktɪvli dɪˈfaɪnəbl ˈprɛdɪkɪt/
Ένας "disjunctively definable predicate" (διαζευκτικά καθορίσιμος πρόθεμα) αναφέρεται σε ένα πρόθεμα στην λογική που μπορεί να προσδιοριστεί με διαζευκτικό τρόπο — αυτό σημαίνει ότι μπορεί να οριστεί ή να παρασταθεί μέσω διαζευκτικών συνθηκών που ξεχωρίζουν διαφορετικά αληθή ή ψευδή αποτελέσματα. Αυτή η έννοια είναι συνηθισμένη στη θεωρία των υπολογισμών και τη μαθηματική λογική.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι κυρίως ακαδημαϊκή και πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο (ερευνητικά άρθρα, βιβλία μαθηματικών) παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Η έννοια ενός διαζευκτικά καθορίσιμου προθέματος είναι κρίσιμη στη σύγχρονη λογική.
In certain logical frameworks, a disjunctively definable predicate can simplify complex arguments.
Η φράση "disjunctively definable predicate" δεν είναι συνήθης σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως η λογική και τα μαθηματικά έχουν πολλές σχετικές έννοιες. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές χρήσεις που σχετίζονται με λογικές και μαθηματικές έννοιες:
Για να αποδείξει ότι ένα πρόθεμα είναι διαζευκτικά καθορίσιμο, πρέπει να αποδείξει τις αναγκαίες συνθήκες.
Disjunctively definable predicates allow for greater flexibility in mathematical modeling.
Τα διαζευκτικά καθορίσιμα προθέματα επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία στη μαθηματική μοντελοποίηση.
The idea of disjunctively definable predicates can lead to new insights in computational theory.
Ο όρος "disjunctively" προέρχεται από το λατινικό "disjunctus", που σημαίνει "διαχωρισμένος", με το πρόθεμα "dis-" να υποδηλώνει διαχωρισμό. Ο όρος "definable" προέρχεται από το λατινικό "definire", που σημαίνει "να καθορίσει". Ο όρος "predicate" προέρχεται από το λατινικό "praedicatum", που σημαίνει "λεχθέν".
Distinct definition (διακεκριμένος ορισμός)
Αντώνυμα: