Το "disorganized" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "disorganized" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /dɪsˈɔːɡənaɪzd/
Οι μεταφράσεις περιλαμβάνουν: - ανοργάνωτος - μη οργανωμένος
Η λέξη "disorganized" σημαίνει ότι κάτι δεν είναι τακτοποιημένο, ή ότι δεν είναι οργανωμένο κατάλληλα. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην καθημερινή ομιλία όσο και στη γραπτή γλώσσα, αλλά μαρτυρεί περισσότερη συχνότητα στις καθημερινές, προφορικές συνομιλίες.
The disorganized desk made it hard to find important papers.
Το ανοργάνωτο γραφείο έκανε δύσκολο να βρείτε σημαντικά έγγραφα.
She felt overwhelmed by her disorganized schedule.
Ένιωθε καταβεβλημένη από το ανοργάνωτο πρόγραμμά της.
The disorganized plan led to confusion among the team members.
Το μη οργανωμένο σχέδιο οδήγησε σε σύγχυση μεταξύ των μελών της ομάδας.
Η λέξη "disorganized" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους που δεν έχουν καλή διαχείριση χρόνου και πόρων.
A disorganized mind.
Ένας ανοργάνωτος νους.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει δυσκολίες στη σκέψη ή στην εγκράτεια.
Disorganized chaos.
Ανοργάνωτο χάος.
Περιγράφει μια κατάσταση που είναι απολύτως αναρχική, αλλά με έναν τρόπο που φαίνεται να έχει κάποιες αδιόρατες δομές.
A disorganized event.
Ένα μη οργανωμένο γεγονός.
Υποδεικνύει ότι ένα γεγονός δεν έχει προγραμματιστεί ή ενορχηστρωθεί σωστά.
Living in a disorganized home.
Ζώντας σε ένα ανοργάνωτο σπίτι.
Η λέξη "disorganized" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" που σημαίνει "μη" ή "αντίθετο" και από τη ρίζα "organized", που σημαίνει "οργανωμένος". Έτσι, "disorganized" κυριολεκτικά σημαίνει "μη οργανωμένος".
untidy (ατακτοποίητος)
Αντώνυμα: