Το "dispassionate stance" είναι φράση. Συγκεκριμένα, "dispassionate" είναι επίθετο και "stance" είναι ουσιαστικό.
/dɪsˈpæʃ.ən.ət stæns/
Η φράση "dispassionate stance" αναφέρεται σε μια στάση ή θέση που είναι αποστασιοποιημένη από συναισθηματικές επιρροές, εστιάζοντας περισσότερο σε αντικειμενικά γεγονότα ή λογική σκέψη. Χρησιμοποιείται ευρέως σε συζητήσεις και αναλύσεις όπου απαιτείται ανεπηρέαστη γνώμη ή κρίση. Στη γλώσσα των Αγγλικών, είναι συχνά συνήθης κυρίως στο γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα, δοκίμια και επιστημονικές εργασίες.
Ένας δημοσιογράφος θα πρέπει να διατηρεί μια ανέκφραστη στάση όταν αναφέρει ειδήσεις.
She took a dispassionate stance during the debate to encourage rational discussion.
Η φράση "dispassionate stance" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν παρόμοιες εκφράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν στοιχεία που σχετίζονται με την αντικειμενικότητα και την ψυχραιμία.
Η διατήρηση μιας αντικειμενικής στάσης είναι καθοριστική όταν παίρνουμε κρίσιμες αποφάσεις.
In negotiations, a dispassionate stance can lead to better outcomes.
Σε διαπραγματεύσεις, μια ανεπηρέαστη στάση μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.
He approached the problem with a dispassionate stance, focusing solely on the facts.
Η λέξη "dispassionate" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" που σημαίνει "χωρίς" και "passionate" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "pati", που σημαίνει "να υποφέρει" ή "να αισθάνεται". Έτσι, "dispassionate" προκύπτει ως "χωρίς πάθος ή ένταση". Η λέξη "stance" προέρχεται από το λατινικό "stare", που σημαίνει "να σταθεί".