Ο όρος "dispersed set" είναι ένα ουσιαστικό.
Ακολουθεί η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /dɪsˈpɜrst sɛt/
Ο όρος "dispersed set" αναφέρεται σε ένα σύνολο αντικειμένων ή στοιχείων που είναι διασκορπισμένα ή κατανεμημένα σε ένα ευρύ χώρο ή περιοχή. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε διάφορους επιστημονικούς και μαθηματικούς κλάδους, όπως η στατιστική και η θεωρία συνόλων. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικά πράγματα που δεν είναι συγκεντρωμένα σε μια μόνο τοποθεσία.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτά πλαίσια (επιστημονικές μελέτες, βιβλία) παρά στον προφορικό λόγο.
Τα δεδομένα αναλύθηκαν για να βρουν ένα διασκορπισμένο σύνολο μεταβλητών που επηρεάζουν το αποτέλεσμα.
In statistics, a dispersed set can indicate a lack of correlation between factors.
Ο όρος "dispersed set" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να ενσωματώσουμε το πνεύμα του σε γενικότερες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη διασπορά ή την κατανομή.
Αντιμετωπίζουμε ένα διασκορπισμένο σύνολο ζητημάτων στο έργο μας.
A dispersed set of resources
Ο οργανισμός είχε ένα διασκορπισμένο σύνολο πόρων σε όλη τη χώρα.
Dispersed set of opinions
Ο όρος "dispersed" προέρχεται από το λατινικό "dispersus", το οποίο σημαίνει "διασκορπισμένος" ή "κατανεμημένος". Το "set" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "set", η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συλλογή ή ομάδα στοιχείων.
Συνώνυμα: - Dispersed collection - Scattered group - Distributed set
Αντώνυμα: - Concentrated set - Gathered group - Clustered collection