Displace είναι ρήμα (verb).
/ dɪsˈpleɪs /
Η λέξη "displace" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να μετακινείς ή να βάζεις κάτι ή κάποιον σε άλλη θέση ή κατάσταση. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στο να απομακρύνεις κάποιον από το φυσικό του ή συνηθισμένο του περιβάλλον, όπως στην περίπτωση εκδίωξης ή προσφυγιάς.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στο γραπτό λόγο, συναντάται σε επίσημα κείμενα, επιστημονικά άρθρα, και νομικά έγγραφα. Στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που αφορούν αλλαγές θέσης ή συνθηκών.
Η κατασκευή της νέας αυτοκινητόδρομου θα εκτοπίσει αρκετές οικογένειες.
The storm displaced many residents from their homes.
Η καταιγίδα εξέδιωξε πολλούς κατοίκους από τα σπίτια τους.
In the video game, you can displace your opponents by using special moves.
Η λέξη "displace" χρησιμοποιείται αρκετά σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Translation: Ο νέος διευθύνων σύμβουλος αποφάσισε να αντικαταστήσει την παλιά διοικητική ομάδα.
Displace the focus
Translation: Η συζήτηση φαίνεται να απομάκρυνε την προσοχή από το κύριο θέμα.
Displace resources
Η λέξη "displace" προέρχεται από το Λατινικό "displacare", που σημαίνει "να απομακρύνω", από το "dis-" που σημαίνει "μακριά" και "placare" που σημαίνει "να τοποθετήσω". Η έννοια συνδέεται στενά με την ιδέα της απομάκρυνσης ή αλλαγής θέσης.
Συνώνυμα: - Remove - Shift - Replace
Αντώνυμα: - Place - Install - Situate