displeasure - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

displeasure (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

displeasure: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ dɪsˈplɛʒər /

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "displeasure" αναφέρεται σε μια κατάσταση δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης. Χρησιμοποιείται κυρίως για να εκφράσει την έλλειψη ικανοποίησης από κάτι ή κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πιο επίσημες ή σοβαρές περιστάσεις και έχει μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο μπορεί να είναι λιγότερο συνηθισμένη, καθώς οι άνθρωποι προτιμούν να χρησιμοποιούν πιο απλές ή καθημερινές εκφράσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The manager expressed his displeasure at the poor performance of his team.
  2. Ο διευθυντής εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για την κακή επίδοση της ομάδας του.

  3. She felt a sense of displeasure when her opinions were disregarded.

  4. Νιώθοντας μια αίσθηση δυσαρέσκειας όταν οι απόψεις της αγνοήθηκαν.

  5. His displeasure was evident when he received the disappointing news.

  6. Η δυσαρέσκεια του ήταν προφανής όταν έλαβε τα απογοητευτικά νέα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "displeasure" δεν είναι συχνά συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συμφραζόμενες φράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Bring someone displeasure: The way he treated her brought her great displeasure.
  2. Ο τρόπος που την αντιμετώπισε της προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια.

  3. A source of displeasure: The delay in the project became a significant source of displeasure for the clients.

  4. Η καθυστέρηση στο έργο έγινε σημαντική πηγή δυσαρέσκειας για τους πελάτες.

  5. Express displeasure: It's important to express displeasure professionally when facing issues at work.

  6. Είναι σημαντικό να εκφράζετε τη δυσαρέσκεια σας επαγγελματικά όταν αντιμετωπίζετε προβλήματα στη δουλειά.

  7. Dissolve displeasure: A kind word can often dissolve someone’s displeasure.

  8. Μια καλή λέξη μπορεί συχνά να διαλύσει τη δυσαρέσκεια κάποιου.

  9. Avoid displeasure: To avoid displeasure, it's best to communicate early about any potential issues.

  10. Για να αποφύγετε τη δυσαρέσκεια, είναι καλύτερο να επικοινωνείτε νωρίς για οποιαδήποτε ενδεχόμενα προβλήματα.

Ετυμολογία

Η λέξη "displeasure" έχει την προέλευση της από το πρόθεμα "dis-", που σημαίνει "μη" ή "χωρίς", και τη λέξη "pleasure", προερχόμενη από τη λατινική λέξη "placere", που σημαίνει "να ευχαριστεί". Έτσι, η έννοια της λέξης υποδηλώνει την έλλειψη ευχαρίστησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - dissatisfaction - annoyance - discontent

Αντώνυμα: - pleasure - satisfaction - contentment



25-07-2024