displeasure: ουσιαστικό
/ dɪsˈplɛʒər /
Η λέξη "displeasure" αναφέρεται σε μια κατάσταση δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης. Χρησιμοποιείται κυρίως για να εκφράσει την έλλειψη ικανοποίησης από κάτι ή κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πιο επίσημες ή σοβαρές περιστάσεις και έχει μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο μπορεί να είναι λιγότερο συνηθισμένη, καθώς οι άνθρωποι προτιμούν να χρησιμοποιούν πιο απλές ή καθημερινές εκφράσεις.
Ο διευθυντής εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για την κακή επίδοση της ομάδας του.
She felt a sense of displeasure when her opinions were disregarded.
Νιώθοντας μια αίσθηση δυσαρέσκειας όταν οι απόψεις της αγνοήθηκαν.
His displeasure was evident when he received the disappointing news.
Η λέξη "displeasure" δεν είναι συχνά συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συμφραζόμενες φράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Ο τρόπος που την αντιμετώπισε της προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια.
A source of displeasure: The delay in the project became a significant source of displeasure for the clients.
Η καθυστέρηση στο έργο έγινε σημαντική πηγή δυσαρέσκειας για τους πελάτες.
Express displeasure: It's important to express displeasure professionally when facing issues at work.
Είναι σημαντικό να εκφράζετε τη δυσαρέσκεια σας επαγγελματικά όταν αντιμετωπίζετε προβλήματα στη δουλειά.
Dissolve displeasure: A kind word can often dissolve someone’s displeasure.
Μια καλή λέξη μπορεί συχνά να διαλύσει τη δυσαρέσκεια κάποιου.
Avoid displeasure: To avoid displeasure, it's best to communicate early about any potential issues.
Η λέξη "displeasure" έχει την προέλευση της από το πρόθεμα "dis-", που σημαίνει "μη" ή "χωρίς", και τη λέξη "pleasure", προερχόμενη από τη λατινική λέξη "placere", που σημαίνει "να ευχαριστεί". Έτσι, η έννοια της λέξης υποδηλώνει την έλλειψη ευχαρίστησης.
Συνώνυμα: - dissatisfaction - annoyance - discontent
Αντώνυμα: - pleasure - satisfaction - contentment