Η λέξη "dissembler" αναφέρεται σε ένα άτομο που κρύβει την αληθινή του φύση ή τις προθέσεις, χρησιμοποιώντας τεχνητούς τρόπους για να παραπλανήσει τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι υποκριτής ή που παίζει δύο ρόλους. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά πλαίσια, ειδικά σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.
The disassembler was always careful not to reveal his true intentions.
(Ο διασπαστής ήταν πάντα προσεκτικός να μην αποκαλύψει τις αληθινές του προθέσεις.)
He was a disassembler in every business deal he made.
(Ήταν ένας διασπαστής σε κάθε επιχειρηματική συμφωνία που έκανε.)
Η λέξη "dissembler" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις συναφείς. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που υποδηλώνουν την υποκρισία ή την πλαστότητα.
"He is such a dissembler that no one can trust him."
(Είναι τόσο διασπαστής που κανείς δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί.)
"In a world full of dissemblers, honesty is a rare trait."
(Σε έναν κόσμο γεμάτο διασπαστές, η ειλικρίνεια είναι μια σπάνια αρετή.)
"To be a disassembler is to play a dangerous game."
(Να είσαι διασπαστής είναι να παίζεις ένα επικίνδυνο παιχνίδι.)
Η λέξη "dissembler" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "dissimulare", που σημαίνει "να κρύβω", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική λέξη "dissimulare".
Pretender (Προστάτης)
Αντώνυμα: