distantly - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

distantly (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/dɪstəntli/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "distantly" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ή είναι σε απόσταση. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσική απόσταση, συναισθηματική απόσταση ή ως τρόπος που σχετίζονται μεταξύ τους τα άτομα ή τα αντικείμενα. Χρησιμοποιείται σχετικά με καταστάσεις που δεν είναι άμεσες ή κοντινές.

Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, ενώ το "distantly" είναι πιθανότερο να χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. He waved to his friend distantly from the hilltop.
  2. Χαιρέτησε τον φίλο του απομακρυσμένα από την κορυφή του λόφου.

  3. They spoke distantly, as if they were not really connected.

  4. Μίλησαν απομακρυσμένα, σαν να μην ήταν πραγματικά συνδεδεμένοι.

  5. The distant sound of music could be heard distantly in the background.

  6. Ο μακρινός ήχος της μουσικής μπορούσε να ακουστεί απομακρυσμένα στο υπόβαθρο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "distantly" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που εκφράζουν αποστασιοποίηση ή απόσταση.

  1. She smiled at him, but only distantly.
  2. Του χαμογέλασε, αλλά μόνο απομακρυσμένα.

  3. He felt distantly connected to his relatives abroad.

  4. Ένιωθε απομακρυσμένα συνδεδεμένος με τους συγγενείς του στο εξωτερικό.

  5. The stars twinkled distantly in the night sky.

  6. Οι αστερισμοί έλαμψαν απομακρυσμένα στον νυχτερινό ουρανό.

  7. Although they are family, they interact very distantly.

  8. Αν και είναι οικογένεια, αλληλεπιδρούν πολύ απομακρυσμένα.

  9. The concept was understood only distantly by the students.

  10. Η έννοια κατανοήθηκε μόνο απομακρυσμένα από τους μαθητές.

Ετυμολογία

Η λέξη "distantly" προέρχεται από το επίθετο "distant", που σημαίνει "μακρινός", "απομακρυσμένος". Το "distant" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "distantem", που είναι μετοχή του ρήματος "distare", που σημαίνει "να είναι απόσταση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Far away - Remotely - Apart

Αντώνυμα: - Closely - Nearby - Directly



25-07-2024