Ρήμα
/dɪstəntli/
Η λέξη "distantly" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ή είναι σε απόσταση. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσική απόσταση, συναισθηματική απόσταση ή ως τρόπος που σχετίζονται μεταξύ τους τα άτομα ή τα αντικείμενα. Χρησιμοποιείται σχετικά με καταστάσεις που δεν είναι άμεσες ή κοντινές.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, ενώ το "distantly" είναι πιθανότερο να χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Χαιρέτησε τον φίλο του απομακρυσμένα από την κορυφή του λόφου.
They spoke distantly, as if they were not really connected.
Μίλησαν απομακρυσμένα, σαν να μην ήταν πραγματικά συνδεδεμένοι.
The distant sound of music could be heard distantly in the background.
Η λέξη "distantly" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που εκφράζουν αποστασιοποίηση ή απόσταση.
Του χαμογέλασε, αλλά μόνο απομακρυσμένα.
He felt distantly connected to his relatives abroad.
Ένιωθε απομακρυσμένα συνδεδεμένος με τους συγγενείς του στο εξωτερικό.
The stars twinkled distantly in the night sky.
Οι αστερισμοί έλαμψαν απομακρυσμένα στον νυχτερινό ουρανό.
Although they are family, they interact very distantly.
Αν και είναι οικογένεια, αλληλεπιδρούν πολύ απομακρυσμένα.
The concept was understood only distantly by the students.
Η λέξη "distantly" προέρχεται από το επίθετο "distant", που σημαίνει "μακρινός", "απομακρυσμένος". Το "distant" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "distantem", που είναι μετοχή του ρήματος "distare", που σημαίνει "να είναι απόσταση".
Συνώνυμα: - Far away - Remotely - Apart
Αντώνυμα: - Closely - Nearby - Directly