Adverb (Επίρρημα)
/dɪsˈtræktɪdli/
Η λέξη "distractedly" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον τρόπο που κάποιος ενεργεί όταν είναι αποσπασμένος ή αποσπασμένος από την προσοχή του. Συχνά υποδηλώνει μια έλλειψη συγκέντρωσης σε μια εργασία ή συζήτηση και μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος δραστηριότητας που δεν γίνεται με πλήρη προσοχή. Χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αν και είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο.
She looked at her phone distractedly during the meeting.
Κοίταξε το τηλέφωνό της αποσπασμένα κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
He answered the questions distractedly, not really paying attention.
Απάντησε στις ερωτήσεις απερίσκεπτα, χωρίς πραγματικά να δώσει προσοχή.
Η λέξη "distractedly" μπορεί να μην είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε εκφράσεις που περιγράφουν την κατάσταση της προσοχής ή του αποσπασμού. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
She was driving distractedly, glancing at her phone every few seconds.
Έπαιρνε το αυτοκίνητο απερίσκεπτα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο τηλέφωνό της κάθε λίγα δευτερόλεπτα.
He often reads distractedly, missing important details in the text.
Συχνά διαβάζει αφηρημένα, χάνοντας σημαντικές λεπτομέρειες στο κείμενο.
They discussed the project distractedly, with everyone chiming in without focus.
Συζήτησαν το έργο αποσπασμένα, με όλους να παρεμβαίνουν χωρίς εστίαση.
Η λέξη "distractedly" προέρχεται από το ρήμα "distract", το οποίο σημαίνει να αποσπάς την προσοχή ή να διασπάς την συγκέντρωση. Η ρίζα "distract" προέρχεται από το λατινικό "distractus", που σημαίνει "διασπασμένος", που προέρχεται από την πρόθεση "dis-" και την ρίζα "-tract" που σημαίνει "τραβάω".
Συνώνυμα - absentmindedly - unfocusedly - distractedly
Αντώνυμα - attentively - focusedly - carefully
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "distractedly" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.