Το "div" είναι ένα ουσιαστικό που προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και συνήθως χρησιμοποιείται σε τεχνικά και προγραμματιστικά περιβάλλοντα. Σημαίνει "dividend" στην αριθμητική ή "division" όταν χρησιμοποιείται ως συντομογραφία.
/ dɪv /
Η λέξη "div" συνήθως αναφέρεται σε έναν αριθμητικό διαχωρισμό ή στην έννοια του μερίσματος σε τεχνικά και οικονομικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη γλώσσα των υπολογιστών, ιδίως στον τομέα του προγραμματισμού και της ανάπτυξης ιστοσελίδων, όπου αναφέρεται σε μια HTML ετικέτα για το περιεχόμενο.
Η χρήση του "div" είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κωδικούς και τεχνικά έγγραφα.
Η λειτουργία θα χρησιμοποιήσει ένα div για να χωρίσει το περιεχόμενο στην ιστοσελίδα.
To calculate the average, you need to find the div of the total by the quantity.
Για να υπολογίσετε τον μέσο όρο, πρέπει να βρείτε το div του συνολικού με το πλήθος.
You can style the div using CSS to enhance its appearance.
Ο όρος "div" συνήθως δεν συνδέεται με ευρείες ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά πλαίσια. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να συναντήσουμε μερικές περιπτώσεις.
"Ας διαιρέσουμε το έργο σε διαχειρίσιμες εργασίες."
"You need to div the budget to see where the funds are allocated."
"Πρέπει να διαχωρίσετε τον προϋπολογισμό για να δείτε πού κατανέμονται τα κονδύλια."
"We should div our responsibilities to make them easier to handle."
Το "div" προέρχεται από τη λέξη "division," που σημαίνει διαίρεση, και χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά και προγραμματιστική γλώσσα.
Συνώνυμα: divide, share, split
Αντώνυμα: combine, unite, merge