divided in groups - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

divided in groups (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "divided in groups" αποτελεί ένα ρήμα (divided) και ένα υποκείμενο με προσδιοριστικό (in groups).

Φωνητική μεταγραφή

/dɪˈvaɪdəd ɪn ɡruːps/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "divided in groups" αναφέρεται στη δράση του διαχωρισμού σε ομάδες. Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικίλα πλαίσια, όπως στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και την κοινωνική οργάνωση, όπου οι άνθρωποι ή τα στοιχεία διασπώνται σε μικρότερες, πιο διαχειρίσιμες μονάδες. Η εβδομαδιαία ή περιοδική χρήση είναι μέτρια, με περισσότερη προτίμηση σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The students were divided in groups to work on the project.
  2. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε ομάδες για να δουλέψουν στο έργο.

  3. The team was divided in groups for the brainstorming session.

  4. Η ομάδα χωρίστηκε σε ομάδες για την συνεδρία καταιγισμού ιδεών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "divided in groups" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα. Εδώ είναι μερικές:

  1. The project was so large that it had to be divided in groups for efficiency.
  2. Το έργο ήταν τόσο μεγάλο που έπρεπε να διαχωριστεί σε ομάδες για αποτελεσματικότητα.

  3. In the workshop, participants were divided in groups based on their interests.

  4. Στο εργαστήριο, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες με βάση τα ενδιαφέροντά τους.

  5. During the conference, attendees were divided in groups for networking opportunities.

  6. Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες για ευκαιρίες δικτύωσης.

  7. The exercise required everyone to be divided in groups to encourage collaboration.

  8. Η άσκηση απαιτούσε από όλους να χωριστούν σε ομάδες για να ενθαρρυνθεί η συνεργασία.

  9. For the team-building activity, we were divided in groups to complete various tasks.

  10. Για την δραστηριότητα οικοδόμησης ομάδας, χωρίστηκαν σε ομάδες για να ολοκληρώσουν διάφορες εργασίες.

Ετυμολογία της λέξης

Το "divided" προέρχεται από το λατινικό "dividere", που σημαίνει "να διαχωρίζω". Συνήθως χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή για να δείξει ότι ο διαχωρισμός συμβαίνει από εξωτερική που προέρχεται χωρίς πρωτοβουλία του υποκειμένου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Separated in groups - Classified in groups - Sorted in groups

Αντώνυμα: - United - Combined - Assembled



25-07-2024