Η φράση "divided in groups" αποτελεί ένα ρήμα (divided) και ένα υποκείμενο με προσδιοριστικό (in groups).
/dɪˈvaɪdəd ɪn ɡruːps/
Η φράση "divided in groups" αναφέρεται στη δράση του διαχωρισμού σε ομάδες. Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικίλα πλαίσια, όπως στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και την κοινωνική οργάνωση, όπου οι άνθρωποι ή τα στοιχεία διασπώνται σε μικρότερες, πιο διαχειρίσιμες μονάδες. Η εβδομαδιαία ή περιοδική χρήση είναι μέτρια, με περισσότερη προτίμηση σε γραπτά κείμενα.
Οι μαθητές χωρίστηκαν σε ομάδες για να δουλέψουν στο έργο.
The team was divided in groups for the brainstorming session.
Η φράση "divided in groups" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα. Εδώ είναι μερικές:
Το έργο ήταν τόσο μεγάλο που έπρεπε να διαχωριστεί σε ομάδες για αποτελεσματικότητα.
In the workshop, participants were divided in groups based on their interests.
Στο εργαστήριο, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες με βάση τα ενδιαφέροντά τους.
During the conference, attendees were divided in groups for networking opportunities.
Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες για ευκαιρίες δικτύωσης.
The exercise required everyone to be divided in groups to encourage collaboration.
Η άσκηση απαιτούσε από όλους να χωριστούν σε ομάδες για να ενθαρρυνθεί η συνεργασία.
For the team-building activity, we were divided in groups to complete various tasks.
Το "divided" προέρχεται από το λατινικό "dividere", που σημαίνει "να διαχωρίζω". Συνήθως χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή για να δείξει ότι ο διαχωρισμός συμβαίνει από εξωτερική που προέρχεται χωρίς πρωτοβουλία του υποκειμένου.
Συνώνυμα: - Separated in groups - Classified in groups - Sorted in groups
Αντώνυμα: - United - Combined - Assembled