Θέση: Ο όρος "dominated set" αποτελεί συνδυασμό δύο λέξεων και χρησιμοποιείται κυρίως στα μαθηματικά και την επιστήμη υπολογιστών ως ονομαστική φράση.
Φωνητική Προφορά: /ˈdɒmɪneɪtɪd sɛt/
Το "dominated set" αναφέρεται σε ένα σύνολο σημείων ή στοιχείων που ελέγχονται ή υπερκαλύπτονται από άλλα σημεία ή στοιχεία βάσει κάποιου κριτηρίου. Συνήθως χρησιμοποιείται σε θεωρητικές συζητήσεις που σχετίζονται με γραφικά (graphs), αλγορίθμους ή θεωρία παιγνίων. Η χρήση του παρατηρείται περισσότερο στα γραπτά κείμενα, όπως ερευνητικά άρθρα και συνέδρια, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
"Το κυρίαρχο σύνολο στο γράφο περιλαμβάνει όλους τους κορυφές που είναι προσβάσιμες από το αρχικό σημείο."
"In game theory, a dominated set of strategies can simplify the analysis of optimal choices."
Η φράση "dominated set" δεν εμφανίζεται συχνά σε χαρακτηριστικές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
"Ο αλγόριθμος εντοπίζει αποδοτικά το κυρίαρχο σύνολο, επιτρέποντας ταχύτερους υπολογισμούς."
"Researchers are focused on the properties of the dominated set in various optimization problems."
Η λέξη "dominated" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dominari," που σημαίνει "να κυριαρχείς," και "set" από τη γαλλική λέξη "sette," που σημαίνει "σύνολο." Η σύνθεση των δύο λέξεων υποδηλώνει την έννοια ενός συνόλου που ελέγχεται ή κατακτάται από κάποιον.
Συνώνυμα: - Dominating set - Controlling set
Αντώνυμα: - Independent set - Non-dominated set