Ρήμα (substantive, singular)
/dəˈneɪtə/
Η λέξη "donator" αναφέρεται σε ένα άτομο που προσφέρει κάτι, συνήθως χρήματα ή αγαθά, για έναν καλό σκοπό, όπως είναι φιλανθρωπικές οργανώσεις, ιδρύματα ή άλλες κοινοτικές δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό περιβάλλον, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο.
Είναι μια γενναιόδωρη δωρητής στο τοπικό καταφύγιο ζώων.
The event could not have happened without the support of our donators.
Η εκδήλωση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την υποστήριξη των δωρητών μας.
Many donators have stepped up to help those in need during the crisis.
Η λέξη "donator" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα φιλανθρωπίας και προσφοράς.
Πολλοί επιλέγουν να είναι τακτικοί δωρητές στις αγαπημένες τους φιλανθρωπίες.
"Donator of hope"
Θεωρείται δωρητής ελπίδας για τα παιδιά της κοινότητάς της.
"A donator's impact"
Η λέξη "donator" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "donare", που σημαίνει "δίνω" ή "χαρίζω".
Συνώνυμα: - δωρητής - προσφέρων - υποστηρικτής
Αντώνυμα: - παραλήπτης (ή), - καταναλωτής (ανάλογα με το συμφραζόμενο).
Αυτή είναι μια πληρέστερη εικόνα για τη λέξη "donator", μέσα από διαφορετικές γλωσσικές και πολιτισμικές πτυχές.