Η φράση "donor parent" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/dəʊnər ˈpɛrənt/
Η φράση "donor parent" αναφέρεται σε έναν γονέα που δωρίζει γονικά υλικά, όπως σπέρμα ή ωάριο, σε μια διαδικασία όπως η τεχνητή γονιμοποίηση ή η παρένθετη μητρότητα. Οι "donor parents" συχνά συνδέονται με διαδικασίες αναπαραγωγής υποβοηθούμενης τεχνολογίας.
Η χρήση του όρου στο Αγγλικά είναι πιο συχνή σε ιατρικά, νομικά ή υποστηρικτικά κείμενα με επίκεντρο τη γονιμότητα.
Η κλινική ειδικεύεται στο να βοηθά τους γονείς δότες να πλοηγήσουν τη διαδικασία παρένθετης μητρότητας.
Many donor parents choose to remain anonymous.
Πολλοί γονείς δότες επιλέγουν να παραμείνουν ανώνυμοι.
Support groups are available for donor parents needing advice.
Ενώ η φράση "donor parent" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις που αναφέρονται στη διαδικασία της δωρεάς και της γονεϊκότητας.
Η γονεία ως γονέας δότη απαιτεί προσεκτική σκέψη.
Many donor parents aim to provide families with the gift of life.
Πολλοί γονείς δότες στοχεύουν να προσφέρουν στις οικογένειες το δώρο της ζωής.
Donor parents often face ethical dilemmas.
Οι γονείς δότες συχνά αντιμετωπίζουν ηθικά διλήμματα.
The emotional journey of a donor parent can be complex.
Το συναισθηματικό ταξίδι ενός γονέα δότη μπορεί να είναι περίπλοκο.
Support networks for donor parents are essential for well-being.
Η λέξη "donor" προέρχεται από το λατινικό "donare", που σημαίνει "να δωρίσω". Η λέξη "parent" προέρχεται από το λατινικό "parentem" που σημαίνει "γονέας".
Συνώνυμα: - Γονέας δότης - Δότης
Αντώνυμα: Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση των "donor parent", δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος "γονέας" (parent) για να περιγράψει τον κυρίως γονέα σε μια οικογένεια.