Ρήμα (συνήθως χρησιμοποιούμενο ως επίθετο).
/dumd/
Η λέξη "doomed" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι καταδικασμένος σε αποτυχία ή θάνατο. Συχνά υποδηλώνει ότι η κατάσταση είναι αμετάκλητη και ότι δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Η λέξη χρησιμοποιείται με μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης παρούσα σε γραπτά κείμενα.
They felt doomed from the start.
(Νόμιζαν ότι ήταν καταδικασμένοι από την αρχή.)
The project was doomed to fail.
(Το έργο ήταν προορισμένο να αποτύχει.)
He believes he is doomed to repeat his mistakes.
(Πιστεύει ότι είναι καταδικασμένος να επαναλάβει τα λάθη του.)
Η λέξη "doomed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε προτάσεις που συνδέονται με την έννοια της αποτυχίας ή της καταστροφής. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
A doomed relationship is hard to salvage.
(Μια καταδικασμένη σχέση είναι δύσκολο να σωθεί.)
He was on a doomed path to destruction.
(Ήταν σε έναν καταδικασμένο δρόμο προς την καταστροφή.)
Many believed that the company was doomed to decline.
(Πολλοί πίστευαν ότι η εταιρεία ήταν καταδικασμένη να υποστεί πτώση.)
They entered into a doomed agreement without understanding the risks.
(Εισήχθησαν σε μια καταδικασμένη συμφωνία χωρίς να κατανοήσουν τους κινδύνους.)
Her ambition seemed doomed from the outset.
(Η φιλοδοξία της φαινόταν καταδικασμένη από την αρχή.)
Η λέξη "doomed" προέρχεται από τη μέση αγγλική "dōmen", που σημαίνει "να κρίνεις ή να προορίζεις". Η ρίζα της λέξης συνδέεται επίσης με τη γερμανική ρίζα "damjan", που υποδηλώνει την έννοια του περιορισμού ή της κατάδίκης.
Συνώνυμα: - doomed (καταδικασμένος) - fated (πεπρωμένος) - ill-fated (κακοτυχής)
Αντώνυμα: - saved (σωσμένος) - fortunate (τυχέρος) - successful (επιτυχής)