Dorsa είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈdɔːrsə/
Η λέξη dorsa στην αγγλική γλώσσα είναι το πληθυντικό του dorsum, που σημαίνει "πίσω" ή "οπίσθια" σε λεξιλογικές αναφορές, ιδιαίτερα στην ανατομία ή στην περιγραφή μορφολογικών χαρακτηριστικών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι περιορισμένη, κυρίως σε γραπτό κείμενο στον τομέα της βιολογίας ή ιατρικής.
Τα δέρματα των ψαριών είναι συχνά σημαντικά για την κίνηση τους.
Various dorsa structures are studied in anatomy classes.
Διάφορες δομές των οπίθιων μελετώνται στα μαθήματα ανατομίας.
Researchers have discovered new dorsa in some species.
Η λέξη dorsa δεν είναι συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα λόγω της ειδικής της χρήσης. Ωστόσο, κάποιες δυνατότητες μπορεί να προκύψουν σε επιστημονικά άρθρα ή κείμενα, αλλά είναι περιορισμένες.
Η λέξη dorsum προέρχεται από το Λατινικό «dorsum», που σημαίνει "πίσω". Η χρήση του στην ιατρική ή βιολογική ορολογία προέρχεται από τις παραδοσιακές σπουδές ανατομίας.
Συνώνυμα: - Back - Rear (σε αντιπαράθεση)
Αντώνυμα: - Front (Μπροστά) - Ventral (Κοιλιακός)
Η λέξη dorsa απεικονίζει μια εξειδικευμένη ανατομική έννοια με περιορισμένη χρήση στην καθημερινότητα, κατά κύριο λόγο στην επιστημονική κοινότητα.