Το "dorsal dislocation" είναι ένα σύνθετο ιατρικό όρο που περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό ("dislocation") και ένα επίθετο ("dorsal").
/dɔːrsl ˌdɪsloʊˈkeɪʃən/
Η φράση "dorsal dislocation" αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση όπου ένα οστό είναι εκτοπισμένο από τη φυσική του θέση στην πλάτη ή την οπίσθια περιοχή του σώματος. Συγκεκριμένα, μπορεί να αναφέρεται σε εξάρθρωση που συμβαίνει κυρίως στην περιοχή της σπονδυλικής στήλης ή της ωμοπλάτης. Η κατάσταση αυτή μπορεί να συμβεί نتيجة τραυματισμού, πτώσης ή άλλων εξωτερικών παραγόντων.
Συχνότητα χρήσης: Αυτή η ιατρική ορολογία χρησιμοποιείται στη ιατρική κοινότητα και κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα και μελέτες, στα πλαίσια της ανατομίας και της ορθοπεδικής.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με οπίσθια εξάρθρωση μετά το ατύχημα.
The surgeon explained the risks associated with a dorsal dislocation.
Ο χειρουργός εξήγησε τους κινδύνους που συνδέονται με μία οπίσθια εξάρθρωση.
Rehabilitation is crucial after a dorsal dislocation to regain full mobility.
Οι συνεκφρασμένες ιατρικές εκφράσεις με το "dorsal dislocation" δεν είναι τόσο πολλές, καθώς πρόκειται για έναν τεχνικό όρο, αλλά μπορεί να συναντηθούν σε ιατρικές συζητήσεις ή κείμενα. Ιδού μερικές σχετικές προτάσεις:
Αποφύγετε τις υψηλής έντασης δραστηριότητες αν έχετε παρουσιάσει οπίσθια εξάρθρωση στο παρελθόν.
The healing process following a dorsal dislocation can be lengthy.
Η διαδικασία επούλωσης μετά από μία οπίσθια εξάρθρωση μπορεί να διαρκέσει πολύ.
Physical therapy plays a vital role in recovery from a dorsal dislocation.
Ο όρος "dorsal" προέρχεται από το λατινικό "dorsalis", που σημαίνει "πίσω", και ο όρος "dislocation" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dislocatio", που σημαίνει "μετακίνηση από τη θέση του".
Συνώνυμα: - οπίσθια εξάρθρωση - πίσω κατάσταση εξάρθρωσης
Αντώνυμα: - οπίσθια θέση - κανονική κατάσταση
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια πλήρη εικόνα της φράσης "dorsal dislocation" και της χρήσης της στη γλώσσα των ιατρικών όρων.