Dorsiferous είναι επίθετο.
/ˌdɔːrsɪˈfɛrəs/
Η λέξη "dorsiferous" αναφέρεται σε κάτι που φέρει ή σχετίζεται με την πλάτη ή το ράχη. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα για να περιγράψει ανατομικές δομές, οντότητες ή ιδιότητες που σχετίζονται με την περιοχή της πλάτης. Είναι μια λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, η οποία προτιμάται κυρίως σε γραπτά κείμενα και ιατρικές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
"Η ραχιαίος περιοχή του ζώου είναι κρίσιμη για την κινητικότητά του."
"Researchers are studying dorsiferous structures in various species to understand their evolution."
Η λέξη "dorsiferous" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα λόγω της σπανιότητάς της, αλλά η περιγραφή της ανατομίας μπορεί να συνδεθεί με διάφορους επιστημονικούς και ιατρικούς όρους. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα που τη χρησιμοποιούν σε ιατρικά συμφραζόμενα:
"Η ραχιαίος όψη της σπονδυλικής στήλης παίζει ζωτικό ρόλο στη συνολική στάση του σώματος."
"Dorsiferous muscles are engaged during various physical activities."
"Οι ραχιαίοι μύες εμπλέκονται κατά τη διάρκεια διαφόρων σωματικών δραστηριοτήτων."
"An injury to the dorsiferous area can lead to significant discomfort."
Η λέξη "dorsiferous" προέρχεται από τα λατινικά, όπου "dorsum" σημαίνει "πλάτη" και το "-ferous" σημαίνει "φέρων" ή "ο οποίος φέρει". Έτσι, η ετυμολογία της υποδηλώνει κάτι που φέρει την πλάτη.
Συνώνυμα: - Dorsal (ραχιαίος)
Αντώνυμα: - Ventral (κοιλιακός)