Φράση (combination of words).
/dʌbəl pleɪ/
Η φράση "double play" χρησιμοποιείται κυρίως στο μπέιζμπολ και αναφέρεται σε μια αμυντική ενέργεια που οδηγεί σε δύο αουτ κατά τη διάρκεια μιας μόνο φάσης του παιχνιδιού. Στην ευρύτερη γλώσσα, μπορεί να σημαίνει και έναν συνδυασμό ενεργειών που επιτυγχάνουν διπλό όφελος ή αποτέλεσμα. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτές αναφορές για το μπέιζμπολ, αλλά και στις συζητήσεις γύρω από το άθλημα.
Η συχνότητα χρήσης της фράσης εγείρει ικανότητες να αλληλεπιδράσουν και στα δύο, προφορικά και γραπτά περιβάλλοντα, ανάλογα με την κατάσταση.
The team executed a double play to end the inning.
Η ομάδα εκτέλεσε ένα διπλό παιχνίδι για να τελειώσει την περίοδο.
Hitting a home run while also stealing second base was a real double play for him.
Το να χτυπήσει ένα σπίτι ενώ άρπαξε τη δεύτερη βάση ήταν πραγματικά ένα διπλό χτύπημα γι' αυτόν.
They managed to turn a double play during the crucial moment of the game.
Κατάφεραν να κάνουν ένα διπλό παιχνίδι κατά τη διάρκεια της κρίσιμης στιγμής του αγώνα.
"Pull a double play" - To achieve two results from a single action.
"He managed to pull a double play by finishing his project ahead of time and impressing his boss."
Κατάφερε να κλείσει διπλό παιχνίδι ολοκληρώνοντας το έργο του εγκαίρως και εντυπωσιάζοντας το αφεντικό του.
"Double play your way to success" - To maximize achievements.
"In business, you have to double play your way to success by thinking strategically and acting swiftly."
Στην επιχείρηση, πρέπει να κλείσετε διπλό παιχνίδι προς την επιτυχία με στρατηγική σκέψη και γρήγορη δράση.
"It's a double play of benefits" - A situation that offers multiple advantages.
"Investing in renewable energy is a double play of benefits for both the environment and the economy."
Η επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ένα διπλό παιχνίδι ωφελημάτων και για το περιβάλλον και για την οικονομία.
Ο όρος "double play" προέρχεται από την ένωση των λέξεων "double" (δίπλα) και "play" (παίζω), που καταγράφεται στις αρχές του 20ου αιώνα στο μπέιζμπολ.
Συνώνυμα - Duo action (διπλή ενέργεια) - Twofer (δύο για ένα)
Αντώνυμα - Single play (μονάδα παιχνιδιού) - Missed opportunity (χαμένη ευκαιρία)